Thursday, May 2, 2024
spot_img
HomeUncategorizedXρήστος Τζιούκαλας: «Η απουσία κοιμάται ανάμεσα στα κτήρια τη νύχτα»

Xρήστος Τζιούκαλας: «Η απουσία κοιμάται ανάμεσα στα κτήρια τη νύχτα»

Ο σκηνοθέτης μιλά στο www.tospirto.net για την παράσταση «Λαχταρώ».

Ο Χρήστος Τζιούκαλιας θα σκηνοθετήσει την Άντζελα Μπρούσκου και την Παρθενόπη Μπουζούρη στην τρίτη τους αναμέτρηση με το κείμενο της Sarah Kane, «Λαχταρώ», ένα από τα πιο αινιγματικά και αποσπασματικά κείμενα της Βρετανίδας δραματουργού. Πρόκειται για ένα παραληρηματικό κείμενο, έναν μονόλογο για τέσσερις φωνές, για τέσσερα πρόσωπα: δύο άντρες και δύο γυναίκες που συναντιούνται σε έναν απροσδιόριστο χώρο.

Εμεις μιλήσαμε με τον ανερχόμενο σκηνοθέτη για την παράσταση αυτή που ετοιμάζει….

Τι είναι αυτό που σας έκανε να σκηνοθετήσετε την τρίτη προσέγγιση της Άντζελας Μπρούσκου και της Παρθενόπης Μπουζούρη στο κείμενο της Σάρα Κέιν;
Στο θέατρο, με ενδιαφέρει πάνω από όλα, η κοινωνία των ανθρώπων γύρω από έναν σκοπό και η σύμπραξη της νέας ανερχόμενης γενιάς με την γενιά εκείνη που έχει την εμπειρία και την γνώση. Η προσωπική γνωριμία μου, τόσο με την Άντζελα Μπρούσκου, όσο και με την Παρθενόπη Μπουζούρη, μετράει ήδη 4 χρόνια. Γνωρίζω και εκτιμώ απεριόριστα την δουλειά τους, την οποία παρακολουθώ στενά. Με τράβηξε και με τραβάει κοντά τους, η “μοναστική” προσήλωση που έχουν για το θέατρο και ο τρόπος με τον οποίον και οι δυο αφήνονται στην εξερεύνηση του εκάστοτε κειμένου, αλλά και στην διεύρυνση κάθε φορά τόσο του κώδικα υποκριτικής, όσο και των εκφραστικών μέσων της παράστασης. Αυτό το ήθος και η ποιότητά , από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, είναι που με συγκίνησε περισσότερο από όλα, και με έκανε να το διατηρώ μέσα μου ως πρότυπο εργασίας στην καλλιτεχνική παραγωγή και στη στάση που πρέπει να κρατώ ως καλλιτέχνης απέναντι στο θέατρο και στη ζωή. Έτσι, μετά από μια σειρά ματαιώσεων, αναβολών, αλλαγής σχεδίων, συναντηθήκαμε και οι τρεις για χάρη της βαθιάς μας αδυναμίας για το έργο της Σάρας Κέιν. Η συνάντηση και των τριών μας στην δεδομένη συνθήκη είναι η πιο ευτυχής και σημαντική συγκυρία που θα μπορούσα να ζητήσω.

Έχετε δει τις άλλες δύο προσεγγίσεις των καλλιτέχνιδων; Φοβάστε την οποιαδήποτε σύγκριση;
Έχω μια ξεκάθαρη εικόνα και για τις δύο προηγούμενες δουλειές τους πάνω στην Σάρα Κέιν, καθαρότερη φυσικά, για την Ψύχωση που είναι και η πιο πρόσφατη. Ουδέποτε όμως, δεν αναρωτήθηκα για το αν εγείρεται ζήτημα σύγκρισης της δικής μου προσέγγισης με τις δικές τους. Η δουλειά που κάνουμε μαζί είναι διαφορετική και το σημείο σύγκλισής της είναι το κοινό μας πάθος για την συγγραφέα. Καμία από τις δύο δεν ήρθε να φορέσει τον δικό της τρόπο ή την δικιά της αντίληψη, αλλά μαζί και από κοινού, με ένστικτα που συγκλίνουν, μπήκαμε απροστάτευτοι σε μια διαρκή εξερεύνηση του παρόντος, σε μια κατά μέτωπον αναμέτρηση με το υλικό της Κέιν. Όλα ξεκίνησαν από το μηδέν, και όλα από την αρχή, μακριά από παγιωμένες αντιλήψεις και κατασταλαγμένες προσεγγίσεις. Ίσως η σύγκριση να είναι αναπόφευκτη, αλλά επιλέγω να μη με απασχολεί. Αντίθετα εστιάζω στους συνεργάτες μου και οι συνεργάτες μου εστιάζουν σε μένα, προκειμένου να φτάσουμε μαζί σε ένα αποτέλεσμα που θα μας δικαιώνει όλους.

Γιατί είναι τόσο αινιγματικό το κείμενο αυτό; Πώς το προσεγγίσατε εσείς σκηνοθετικά;
Με το Λαχταρώ η Σάρα Κέιν εισέρχεται στην τελευταία περίοδο της συγγραφικής της παραγωγής. Έχοντας απαλλαγεί από τον ρεαλισμό και την ανάγκη για γραμμική αφήγηση, τα πρόσωπα των έργων της αρχίζουν να αποδομούνται, να χάνουν την απτή τους υπόσταση και να μετακινούνται σε ένα πλαίσιο γραφής όπου χώρος, χρόνος, υποκειμενικότητα γίνονται ένα, αλλά συνάμα διαφορετικά. Η γραφή της Κέιν γίνεται “κβαντική”, βάζει ως προτεραιότητα τη μεταφορά ενός αιτήματος, χωρίς να θέλει να μας δώσει τίποτα με ευκολία, προσπαθεί και το καταφέρνει αριστοτεχνικά με την γραφή της, να μας βάλει σε μια διαδικασία, όπου ο θεατής δε μπορεί να βλέπει αμέτοχος και ανεπηρέαστος το θεατρικό γεγονός, αλλά πρέπει να αρχίσει να εμπλέκεται άμεσα με αυτό που βλέπει. Ακριβώς αυτήν την πρόθεση της συγγραφέως προσπαθεί να ακολουθήσει και η σκηνοθεσία, να πάρει τον θεατή από το χέρι και μαζί του να κάνει μια διαδρομή από το σκοτάδι στο φως – κάτι σα μια μεταδραματική ιεροτελεστία όπου η εμπλοκή όλων είναι άμεση.

Σκιαγραφήστε μας τους ρόλους/κόσμους του έργου αυτου…
Πράγματι, για το Λαχταρώ θα ήταν πιο ταιριαστό να μιλήσουμε περισσότερο για κόσμους, παρά για ρόλους. Το έργο αποτελείται από τέσσερις φωνές, που σα να τους έχει δώσει κάποιος το ελεύθερο – έπειτα από μια μακρά σιωπή – να μιλήσουν. Αυτοί οι κόσμοι απελευθερώνουν πάνω στην σκηνή έναν ασυγκράτητο ποταμό λόγου, φέρνοντας μας στην επιφάνεια θραύσματα μιας άλλοτε πραγματικής και απτής ζωής, μπερδεμένης με στίχους από τον Έλιοτ, τον Σολομώντα, την Βίβλο, τους Joy Division. Αυτές οι τέσσερις φωνές κουβαλούν όλες ένα τραύμα, από το οποίο προσπαθούν να απαλλαγούν, προσπαθούν να ξεφύγουν. Το τραγικό όμως είναι, πως αυτό που τους ορίζει ως οντότητες είναι ακριβώς αυτό το τραύμα, λες και χωρίς αυτό δε θα μπορούσαν να υπάρξουν. Η C, ένα κακοποιημένο κορίτσι (Φελίς Τόπη), ο B ένας περιστασιακά εξαρτημένος από ουσίες (Κωνσταντίνος Μαργαρίτης), η Μ μια γυναίκα που ποτέ δεν έγινε μητέρα αλλά και ποτέ δεν έζησε μια ουσιαστική σχέση και ο Α ( Άντζελα Μπρούσκου) ο “κακοποιητής” (Abuser), η κυρίαρχη φωνή που φαίνεται να εκπροσωπεί τον βασανισμό όλων των προσώπων.

Πού πιστεύετε πως αγγίζει το έργο το σήμερα;
Υπάρχει μια φράση μέσα στο κείμενο που επανέρχεται συχνά: “Η απουσία κοιμάται ανάμεσα στα κτήρια τη νύχτα”. Γι’ αυτό ακριβώς γράφει η Σάρα Κέιν. Για όλους εμάς που ζούμε γεμίζοντας διαρκώς τον χρόνο μας, προσπαθώντας να φτάσουμε κάπου, προσπαθώντας να ξεχάσουμε, προσπαθώντας να απαγκιστρωθούμε. Για όλους όσους μέσα τους κουβαλούν πάντα ένα αγκάθι που τους κεντρίζει, που δεν τους αφήνει ήσυχους. Για όλους όσους δε μπορούν να δεχτούν τον κόσμο έτσι όπως είναι, που μπαίνουν στην διαδικασία να κάνουν κάτι για αυτό κι ας βγουν χαμένοι. Για όλους αυτούς που ότι κι αν έχουν καταφέρει, πάντα κάτι μέσα τους θα μένει μετέωρο και ανεκπλήρωτο. Η Σάρα Κέιν είναι κλασική, γιατί μιλάει για τις εσωτερικές καταστάσεις του ανθρώπου, οι οποίες είναι πάντα σύγχρονες. Κι όσο ο χρόνος βαθαίνει, όσο η κοινωνία αποξενώνει, τόσο η φωνή της θα δυναμώνει, η φωνή που ζητάει τον άλλον για να επικοινωνήσει.

Τι είναι αυτό που λαχταρούν οι ήρωες του έργου;
Αυτή είναι η πιο κρίσιμη ερώτηση που μπορεί να κάνει κανείς για αυτό το κείμενο, είναι όλο το διακύβευμα του έργου. Λαχταρούν να ελευθερωθούν από ότι τους κρατάει πίσω στη ζωή, να κάνουν το άλμα προς τα πάνω, να βρουν την ευτυχία, την ευδαιμονία και την αυτοπραγμάτωσης.

Πηγή : Tospirto

RELATED ARTICLES

Most Popular

WE RECOMMENT FOR YOU