Home cinema news Σύντευξη του Θάνου Παπακωνσταντίνου

Σύντευξη του Θάνου Παπακωνσταντίνου

0

«Ακόμα πιο πολύ από θηριοδαμαστής, ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι γητευτής».

Μου θυμίζει ροκ σταρ. Μου αρέσουν τα σκουλαρίκια στ’ αυτιά του και τα δαχτυλίδια στα χέρια του. Δεν ξέρω γιατί φοράει συνεχώς μαύρα. Δεν τον ρωτάω. Ξέρω, όμως, πως ο Θάνος Παπακωνσταντίνου κάνει σκοτεινές, ερεβώδεις παραστάσεις (σαν τα ρούχα του) που φέρνουν τα μέσα, έξω: Ένα περίεργο φως μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Θυμάμαι, ακόμα, το ταρακούνημα της περσινής του σκηνοθεσίας στην Πειραιώς. Κανονική «μετατόπιση». Ο συγγραφέας του έργου, ο Γιάννης Μαυριτσάκης, την έχει εντοπίσει «προς το ερυθρό» (τη μετατόπιση του φωτός προς το ερυθρό φάσμα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας). Επίσης, δεν ξέρω πολλά από Φυσική, οπότε ας επιστρέψουμε στα θεατρικά δεδομένα• στη δυναμική μιας παράστασης που μπορεί σε μια νύχτα να συστήσει ένα νέο, φέρελπι σκηνοθέτη στο μεγάλο και στο πιο ασκημένο κοινό. Είναι μαγική αυτή η στιγμή, φωτεινή. «Είναι όντως έτσι. Όταν δουλεύεις με μια ομάδα σε μικρούς χώρους, πάντα σε απασχολεί και πάντα θες να δοκιμάσεις μια πιο μεγάλης κλίμακας σύνθεση και για να εξελίξεις τη δουλειά σου, αλλά και για να δεις στην πράξη αν ο δρόμος που έχεις επιλέξει μπορεί να επικοινωνήσει με ένα μεγαλύτερο αριθμητικά κοινό. Ούτως ή άλλως, για το θέατρο που με ενδιαφέρει, που έχει να κάνει κατά πολύ με το εικαστικό κομμάτι, το να βρίσκομαι μέσα σε μια τέτοια διοργάνωση ήταν καθοριστικό για την ποιότητα του αποτελέσματος. Δύσκολα πια βρίσκει κανείς όλες αυτές τις συνθήκες». Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου επιστρέφει σε αυτήν τη μεγαλειώδη στιγμή του και πάλι με τη βοήθεια του Φεστιβάλ Αθηνών. Βαδίζει ξανά προς το φως -εννοείται- και πάλι ντυμένος στα μαύρα.

Μέχρι σε ποιο βαθμό σε αφορά η φεστιβαλική «καταξίωση»;
Στο βαθμό του να μπορώ να κάνω τα πράγματα που θέλω, όπως ακριβώς τα θέλω και με τους συνεργάτες που θέλω. Στην ουσία, φαντάζομαι, αυτό είναι που επιθυμεί ο καθένας. Εδώ που ήμαστε, δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε για πλούτη ούτε για δόξες. Θες απλά τη δυνατότητα να δημιουργείς με τον δικό σου τρόπο, τους δικούς σου όρους και με τη βεβαιότητα ότι όλοι όσοι εργάζονται για μια παράσταση, αμείβονται αξιοπρεπώς ώστε να μπορούν να συνεχίζουν να κάνουν αυτό που κάνουν. Δυστυχώς πια, τα αυτονόητα φαντάζουν ιδανικές συνθήκες.

Σε ενοχλεί ο συντηρητισμός στην τέχνη;
Με ενοχλεί κυρίως στον εαυτό μου, από εκεί ξεκινάνε όλα, και γι’ αυτό όσο μπορώ, προσπαθώ να αντιστέκομαι. Πολύ εύκολα συνηθίζουμε. Πολύ εύκολα λέμε «αυτό είναι σωστό, αυτό λάθος». Πολύ εύκολα και άκριτα απορρίπτουμε, πολύ αμάσητα κατεβάζουμε ό,τι μας σερβίρουν. Δεν ακούμε, δε βλέπουμε πραγματικά γύρω μας τους άλλους, δεν προσέχουμε τι μας λένε τα πράγματα, δεν εμβαθύνουμε. Ησυχάζουμε μες στις ασφάλειές μας και -για κάποιο λόγο- ελπίζουμε με μια ελπίδα ανόητη, ότι για μας τα πράγματα θα είναι διαφορετικά χωρίς καν να μπαίνουμε στον κόπο να αναλογιστούμε πρακτικά τι σημαίνει αυτό. Δεν εννοούμε να καταλάβουμε ότι πρέπει διαρκώς να είμαστε στο εδώ και τώρα, σε εγρήγορση με τις κεραίες μας ανοιχτές. Το να θεωρείς ότι τα πράγματα είναι δεδομένα, συνεπάγεται το τέλος, τον θάνατο. Και στη ζωή και στην τέχνη.

Αισθάνεσαι, ωστόσο, ότι η οπτική σου είναι «ειδική»;
Είναι μια ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα είναι εύκολα. Δεν είναι. Δεν είναι ούτε εύκολα, ούτε γενικά. Το θέατρο -όπως και η τέχνη- είναι επικοινωνία. Συχνά νομίζουμε πως επειδή με κάποιον μιλάμε την ίδια γλώσσα, επικοινωνούμε κιόλας. Το ένα δεν φέρνει το άλλο. Στο θέατρο, για παράδειγμα, που είναι και από τις πιο άμεσες μορφές τέχνης, είναι κάτι σαν να μιλάς με τον άλλον. Η γλώσσα αυτή, όμως, δεν είναι αυτονόητη. Προτείνεις έναν κάποιο ρυθμό, μια εικόνα, μια χειρονομία, δίνεις σήματα για να συνδεθείς με αυτόν που το βλέπει. Δεν είναι μονόλογος, ούτε κινηματογράφος. Η παρουσία του δέκτη είναι θεμελιώδης. Ούτε κι αυτός μπορεί να έχει την απαίτηση να του μιλήσεις και να του πεις τα πράγματα που θέλει να ακούσει. Ούτε και εσύ βέβαια μπορείς να μιλάς, αγνοώντας τον και θεωρώντας ότι αυτός πρέπει να κάνει όλη την προσπάθεια. Είναι καθαρά θέμα ισορροπίας.

Αυτό σημαίνει ότι η αναζήτηση για σένα είναι προϋπόθεση.
Κάθε παράσταση που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να είναι πειραματική. Με την έννοια, όμως, ότι κάθε φορά εκ του μηδενός προσπαθείς να δημιουργήσεις έναν κόσμο, έναν κώδικα, μια γλώσσα για να υπηρετήσεις το έργο. Να μη βολεύεσαι στο «έτσι γίνονται τα πράγματα». Υπάρχει, βέβαια,ύπάντα το ρίσκο του να αποτύχεις. Αλλά, απ’ την άλλη, δεν έχεις άλλη επιλογή.

Οι παραστάσεις σου είναι σκοτεινές, βαθιά υπαρξιακές, με έντονο το τραγικό στοιχείο. Τι δηλώνουν αυτά για σένα, προσωπικά;
Δεν ξέρω αν είναι ή όχι ψυχική τάση, αυτό που σίγουρα αντιλαμβάνομαι ότι έχω, είναι μια πολύ μεγάλη περιέργεια για το ζώο που λέγεται άνθρωπος και τα όριά του. Νομίζω ό,τι έχει ποτέ γραφτεί στο θέατρο, έχει να κάνει με αυτό. Τι σκέφτεται, γιατί το σκέφτεται. Τι είναι ικανός να κάνει, τι όχι. Τι φοβάται, τι ελπίζει. Σε τι άκρα είναι ικανός να φτάσει. Πόσο είναι πλασμένος για το μεγαλειώδες κι άλλο τόσο για το χαμερπές. Πώς κινείται όταν υποφέρει, πώς όταν χαίρεται. Πώς δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τον εαυτό του, ούτε τον κόσμο που τον περιβάλει. Πώς ο κόσμος γύρω του γίνεται απειλητικός, πώς αλλάζει, πώς μεταβάλλονται όλα γύρω του και τον παρασύρουν. Στη ζωή υπάρχει πολύ έντονα ο φόβος. Στην τέχνη μπορείς πολύ ελεύθερα να βυθιστείς μες στο σκοτάδι που όλοι μέσα μας κρύβουμε. Να το γνωρίσεις, να το αφήσεις να σε αγγίξει.

Κατά τη γνώμη σου, ο σκηνοθέτης είναι ένα είδος θηριοδαμαστή ή βασιλιάς των ειδών – φιγούρες στις οποίες παραπέμπει το έργο του Μαυριτσάκη;
Βασιλιάς, ναι, κατ’ όνομα μόνο. Περισσότερο θα έλεγα ότι ο σκηνοθέτης είναι σαν θηριοδαμαστής. Πρέπει να συντονίσεις τη δυναμική και τη δημιουργικότητα τόσων ανθρώπων προς ένα στόχο κοινό, προς μία κατεύθυνση, προς ένα όραμα. Φέρνεις καταρχάς την ευθύνη για όλους και για όλα, αλλά όλοι πρέπει τελικά να αισθανθούν μέτοχοι αυτής της ευθύνης. Το δυσκολότερο, όμως, είναι ότι πρέπει να τιθασεύσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό. Να τον δαμάσεις, πάλι προς όφελος της συγκεκριμένης ιδέας. Μόνο τότε, όμως, η εκάστοτε σύνθεση απελευθερώνει όλη της τη δύναμη.

Θέτεις εν ολίγοις ως προτεραιότητα την ομαδική εργασία.
Ναι, και είναι ευθύνη του σκηνοθέτη ώστε όλοι στο σύνολο να αισθάνονται ασφάλεια κι εμπιστοσύνη για να κάνουν όλα τα απαραίτητα «τρικ». Όχι, όμως, με το μαστίγιο στο χέρι. Είναι απείρως προτιμότερη, πιο ουσιαστική και πιο τελεσφόρα η δύναμη της γοητείας, της αποπλάνησης. Ακόμα πιο πολύ από θηριοδαμαστής, ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι γητευτής. Να μπορεί να αποπλανήσει δημιουργικά τον ηθοποιό, τους συντελεστές, να μπούνε μαζί σ’ έναν καινούριο κόσμο που θα τον φτιάξουν εξαρχής. Το παραμύθι είναι πολύ σημαντικό για να οξυνθεί η φαντασία. Ούτως ή άλλως, αυτό είναι που μου αρέσει και σαν θεατής, όταν παρακολουθώ θέατρο: Να χαθώ μέσα σ’ έναν άλλο κόσμο. Να παραμυθιαστώ.

Από την άλλη, σε απογοητεύει ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να δαμάσει;
Ο Κολτές λέει κάτι πολύ ωραίο, μιλά για την «αδικία της γης, που είναι στείρα από το ψύχος ή στείρα απ’ τη ζέστη και σπανίως γόνιμη απ’ τη γλυκιά μίξη της ζέστης και του ψύχους». Πολύ συχνά θέλουμε να επιβληθούμε, να κατακτήσουμε. Δεν αφηνόμαστε. Δεν αφήνουμε τα πράγματα, τους ανθρώπους, τον κόσμο γύρω μας να μας γοητεύσει, να μας αποπλανήσει. Να γοητεύσουμε, να αποπλανήσουμε κι εμείς. Είμαστε κλειστοί. Βάζουμε ηλίθια κι αυθαίρετα όρια και τρέχουμε διαρκώς να τα οχυρώσουμε όλο και πιο στέρεα, μην τύχει και κάτι σκάψει λίγο πιο βαθιά κάτω απ’ την οχυρωμένη επιφάνεια. Και όλα τα πράγματα κυλούν σαν το νερό από πάνω μας, φεύγουν και μένουμε με το φόβο μας. Έτσι μένει ο καθένας με τον δικό του πάγο. Τη δικιά του κάψα. Μόνος του. Όρθιος, ίσως – αλλά μόνος του.

Κι αυτή η συμπεριφορά -κρίνοντας και από τα ελληνικά δεδομένα- πού οδηγεί;
Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Το χειρότερο πράγμα που συμβαίνει με όλη αυτήν την κατάσταση σήμερα, είναι ότι εξοντώνεται κάθε ελπίδα. Η παρατεταμένη κατάσταση αναμονής σε εξοντώνει. Σε κάνει να τρέχεις γύρω από ένα ακαθόριστο παρόν και σκοτώνει κάθε επιθυμία να δεις κάτι πιο μακροπρόθεσμα. Μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο τού «δεν ξέρεις τι ξημερώνει αύριο», δεν μπορείς ούτε ακριβώς λειτουργικός, ούτε και αποτελεσματικός να είσαι. Τι να χτίσεις, τι στόχους να βάλεις, προς τα πού να κινηθείς, δεν ξέρεις. Δε θέλω να ακούγομαι αχάριστος, γιατί αναγνωρίζω ότι πολλοί άνθρωποι γύρω μας και αλλού βρίσκονται σε πολύ χειρότερη μοίρα. Αλλά πάλι το «να λέμε πάλι καλά γιατί υπάρχουν και χειρότερα» δεν δημιουργεί και την πιο ευχάριστη προοπτική. Παγιώνει τα ημίμετρα και σε οδηγεί στο να μην προσδοκάς τίποτα. Πάνω σε όλα πλανάται η σκιά του φόβου. Η ελπίδα είναι μια κινητήριος δύναμη, όχι μόνο για το αύριο, αλλά για το μέλλον. Κι ο φόβος σκοτώνει κάθε ελπίδα.

Πιστεύεις ότι για να σωθούμε πρέπει προηγουμένως να καταστραφούμε; Αυτό θα μπορούσε να ισχύει και στην οικονομική – κοινωνική – πολιτική σφαίρα της Ελλάδας;
Ίσως μια δημιουργική καταστροφή, με την ελπίδα της αναγέννησης. Αν, βέβαια, υπάρχει κάτι τέτοιο. Γιατί πώς να αλλάξουν νοοτροπίες δεκαετιών, πώς να ανασυσταθούν ετοιμόρροπες δομές, πώς να εξυγιανθούν ετοιμοθάνατες ιδεολογίες; Πώς μπορεί ένας ολόκληρος κόσμος, που είναι χτισμένος πάνω στην οικονομία, στο προσωπικό όφελος, στο χρήμα, να μετατοπιστεί; Δεν ξέρω ούτε πώς, ούτε αν γίνεται. Να καταστραφούν όλα, ναι. Εύκολα το λέμε, αλλά μετά; Γιατί το σίγουρο είναι ότι υπάρχει η καταστροφή που φέρνει τον κανιβαλισμό, τη σήψη, τον αφανισμό.

Ο Μαυριτσάκης μιλάει για ελπίδα. Εσύ πού τη βρίσκεις κοιτάζοντας καθημερινά γύρω σου;
Ο Μαυριτσάκης μιλάει για την ελπίδα της καταστροφής του κόσμου ως έχει. Ναι, κοιτάζοντας τον κόσμο γύρω μου, τη βρίσκω αυτήν την ελπίδα σε αφθονία…

Όνειρα για μια καλύτερη ζωή κάνεις;
Όνειρα κάνω διαρκώς• ίσως παρακάνω. Αν και πράξεις είναι που χρειάζονται – πράξεις, όχι όνειρα.

Πηγή : tospirto