«Δεν θα με ενδιέφερε να κάνω στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών έναν προγραμματισμό για την ελίτ».
Το πρόγραμμα του Fast Forward Festival έχει μόλις τυπωθεί. Ξεφυλλίζουμε με όρεξη δύο αντίτυπα στο γραφείο των συσκέψεων. Η Κάτια Αρφαρά δεν κρύβει την αγωνία της για τη διοργάνωση, η έρευνα της οποίας αποκάλυψε ό,τι πιο δύσκολο έχει καταφέρει μέχρι στιγμής, το project του X – Αpartments· μια δράση που εδράζει σε γειτονιές της Αθήνας και τροφοδοτείται από αυτές. Η αλήθεια βέβαια είναι πως τα τελευταία πέντε χρόνια, από τη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας Θεάτρου και Χορού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, η αγωνία της διαρκώς ανανεώνεται. «Η ζωή μου, ναι, έχει αλλάξει πολύ» παραδέχεται. «Όταν πρέπει να λάβεις υπόψη σου τόσους πολλούς παράγοντες αναπόφευκτα, εξαφανίζεται ο προσωπικός χρόνος. Ταξιδεύω συνέχεια και βλέπω θέατρο με έναν τρελό ρυθμό, προσπαθώντας συνάμα να μην χάσω την ευχαρίστηση να το κάνω, απαλλαγμένη από προκαταλήψεις και με διάθεση να εμπλουτίζω τις γνώσεις μου στο θεωρητικό κομμάτι».
Όλως περιέργως και παρά την καθολική επικράτηση της τέχνης στη ζωή της, η Κάτια Αρφαρά διατηρεί τον ενθουσιασμό της γι’ αυτό που υπηρετεί. Ισχυρίζεται μάλιστα πως δεν είναι δύσκολο. «Είχα κινδυνεύσει να χάσω τον ενθουσιασμό μου, όταν εγκλωβίστηκα σε μια πιο δυτική οπτική της τέχνης. Τα πράγματα στην Ευρώπη γίνονται όλα, σταδιακά μέρος του συστήματος. Όταν όμως έχεις επαφές με καλλιτέχνες εκτός Δύσης και βλέπεις τι ρίσκα παίρνουν για να κάνουν τέχνη, δεν μπορείς να επιτρέψεις στον εαυτό σου να πιστέψει κάτι άλλο. Πλέον μπορώ να διακρίνω καθαρότερα την κοινωνική και πολιτική διάσταση της τέχνης. Η΄ να μην απογοητεύομαι από διάφορες συμπεριφορές».
Το διαπιστώνουμε και στο φετινό Fast Forward Festival, αλλά πώς εξηγείτε ότι όσο περνούν τα χρόνια η τέχνη ολοένα και συνδέεται με το αστικό τοπίο;
Υπάρχει μια κοινωνική στροφή, ειδικά στις παραστατικές τέχνες την τελευταία δεκαετία. Ένα ενδιαφέρον να ξαναγίνει ο δημόσιος χώρος, χώρος διαλόγου, μια πλατφόρμα συνάντησης και επαφής με τον Αλλο. Και μια ανάγκη επανασύνδεσης της Τέχνης, της κοινωνίας και της πολιτικής. Το Fast Forward Festival έχει να κάνει με social works, δηλαδή με κοινωνικά ευαίσθητα έργα τα οποία συχνά γεννιούνται από τον τόπο που παρουσιάζονται. Κι όλα αυτά συνδέονται με νέες τεχνολογίες για να ανοιχτούμε σε νέες εμπειρίες.
Η τέχνη οφείλει να έχει κοινωνικό πρόσωπο; Είναι ένας τρόπος για να γίνει πιο διεισδυτική;
Είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση για το αν η τέχνη πρέπει ή μπορεί να παρεμβαίνει σε σοβαρά κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα. Τάσσομαι στην πλευρά εκείνων που θεωρούν ότι δεν πρέπει γιατί υπάρχει πολύς μεγάλος κίνδυνος να γίνει διδακτική, να λαϊκίσει. Από την άλλη, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι η τέχνη μπορεί να μας ευαισθητοποιήσει· ακόμα και με μια μικρή μετακίνηση στην οπτική μας γωνία. Για παράδειγμα, η παρέμβαση στα X- Αpartments: Έχει πολύ ενδιαφέρον να δεις πώς μπορεί η Αθήνα να γονιμοποιήσει την καλλιτεχνική σκέψη.
Γιατί ο δημόσιος χώρος της Αθήνας ευνοεί τέτοιες δράσεις;
Γιατί είναι πόλη απρόβλεπτη, γνωστή και άγνωστη ταυτόχρονα, έχει αλλάξει ραγδαία τα τελευταία χρόνια, έχει αποκτήσει νέα ταυτότητα. Περπατήσαμε πάρα πολλά χιλιόμετρα για να ανακαλύψουμε ανοίκειες περιοχές που περιμένουν να τις ανακαλύψουμε. Δεν ήρθαμε με ήδη έτοιμες ιδέες, αφεθήκαμε στην πόλη.
Πείτε μου ένα λόγο που αγαπάτε αυτή την πόλη κι ένα λόγο που θα θέλατε να την εγκαταλείψετε αύριο.
Την έχω εγκαταλείψει για δέκα χρόνια ζώντας στο Παρίσι. Την αγαπώ επειδή είναι γλυκιά και πικρή ταυτόχρονα, αντιφατική. Δεν βαριέσαι εύκολα στην Αθήνα. Από την άλλη, συναντώ μια εσωστρέφεια ανησυχητική. Δεν είμαστε ανοιχτοί όσο θα έπρεπε και δεν έχουμε διάθεση αυτοκριτικής. Κρίνουμε τα πράγματα μόνο σε σχέση με τον εαυτό μας.
Φοβάστε μήπως από κάποιους όλο αυτό το εγχείρημα του FFF εκληφθεί σαν προσπάθεια ωραιοποίησης της Αθήνας;
Καταρχάς δεν θέλαμε να συμβάλλουμε σε οποιαδήποτε τάση εξευγενισμού. Προσπαθήσαμε να το αποφύγουμε. Κι επίσης δεν θέλαμε σε καμία περίπτωση να λουστράρουμε την Αθήνα, ούτε στον αντίποδα να δείξουμε μια παρακμιακή πόλη. Θέλαμε ωστόσο, να δείξουμε μια πόλη που είναι πλούσια και να προχωρήσουμε σε στρατηγικές εξοικείωσης. Το γεγονός ότι σε αυτές τις γειτονιές εγκολπώνονται τόσα πολλά χαρακτηριστικά μάς φοβίζει και μας αποπροσανατολίζει. Είναι σημαντικό να δούμε αν μπορούμε να νικήσουμε το φόβο.
Το Fast Forward Festival ολοκληρώνει τη σεζόν για την Στέγη. Πώς θα περιγράφατε τη χρονιά που πέρασε;
Ήταν πλούσια, έγιναν πολλά πράγματα. Σαν να συμπυκνώθηκαν πολλές σεζόν σε μία. Είχαμε καλές ελληνικές παραγωγές, άνοιξε η χρονιά με τα «Αίματα» των Vasistas, ένα στοίχημα που κερδήθηκε και πάμε τον Ιούνιο στο Teatre de la Ville… Είχαμε στιβαρά έργα, κείμενα ρεπερτορίου, κάναμε διεθνείς συμπαραγωγές. Όσο για το πιο πρόσφατο, το X-Apartments είναι το πιο περίπλοκο στοίχημα που έχω δώσει.
Αν μια παράσταση που προτείνετε δεν συναντήσει την αποδοχή που θα θέλατε, το παίρνετε προσωπικά;
Προσπαθώ να καταλάβω το γιατί. Επιλέγω μια παράσταση για ένα λόγο κι επειδή υπάρχουν λίγες ευκαιρίες επαφής με το εξωτερικό μέσα στη χρονιά, θέλω να βλέπουμε πράγματα με νόημα. Ο Πονιφάζιο για παράδειγμα, θεωρώ πως είναι ένας από τους σημαντικότερους χορογράφους παγκοσμίως κι όμως υπήρχαν πολλοί που δεν τον κατάλαβαν. Υπήρχαν κι άλλοι που είδαν κάτω από το προφανές. Κι εκεί λες πως ακόμα κι αν η υποδοχή είναι μικρή, είναι σημαντικό να μιλήσει σε κάποιους. Κατά τα άλλα, προφανώς και κάνω λάθη. Μην ξεχνάμε πως κάθε παράσταση πρέπει να σχετίζεται με την πραγματικότητα, κάτι που στην Ελλάδα αλλάζει συνεχώς. Η τέχνη πρέπει να είναι ανοιχτή σε αυτό που συμβαίνει σήμερα για να πάμε ένα βήμα παρακάτω. Αλλιώς θα γίνει είδος πολυτελείας.
Πάντως ήδη υπάρχουν κι εκείνοι που επιτίθενται στη Στέγη ισχυριζόμενοι πως έχει μια ελίτ σχέση με την τέχνη.
Δεν φέρνω στη Στέγη το θέατρο που θα έβλεπα ως θεατής. Τότε ναι, θα ήταν μονομερές και ελιτίστικο. Η επιτυχία της Στέγης όμως οφείλεται στο ότι συνδυάζει τα πάντα, μεγάλους τίτλους, έργα ρεπερτορίου, παραστάσεις που απευθύνονται σε ευρύ κοινό και συνάμα σε ανθρώπους που αναζητούν μια διαφορετική ανάγνωση Τσέχωφ ή Σαίξπηρ. Αυτό είναι το ζητούμενο, όχι να κάνουμε μια ακόμα ανάγνωση του «Αμλετ». Να υπάρχει μια αναγκαιότητα πάνω στη σκηνή. Από τη στιγμή, δε που έχουμε τέτοια χαμηλή τιμιολογιακή πολιτική και που διοργανώνουμε πολλές παράλληλες δωρεάν εκδηλώσεις, φανερώνεται μια διάθεση ότι ανοίγουμε ολοένα και περισσότερο, ότι ακριβώς δεν είμαστε για την ελίτ. Άλλωστε, δεν θα με ενδιέφερε να κάνω έναν προγραμματισμό για την ελίτ. Βρισκόμαστε στα όρια του κλασικού και του πειραματικού.
Θα συμφωνούσατε πως μετά το Φεστιβάλ Αθηνών η Στέγη αναδιαμορφώνει το τοπίο της δημιουργίας και του κοινού στην Ελλάδα;
Όταν ανέλαβε το Φεστιβάλ ο Γιώργος Λούκος ζούσα ακόμα στο Παρίσι και ήταν από τις λίγες φορές που ερχόμουν στην Ελλάδα μέσα στο καλοκαίρι. Έβλεπα να έρχεται για πρώτη φορά ο Καστελούτσι εδώ – για τον οποίο λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν έκανα το διδακτορικό μου στο πανεπιστήμιο, με ρωτούσαν «ποιος είναι ο κύριος;». Είναι πολύ σημαντικό που υπήρχε αυτό το κοινό έτοιμο από το Φεστιβάλ. Προφανώς και η Στέγη έχει τον ίδιο διεθνή προσανατολισμό, η έγνοια για τη στήριξη της ανεξάρτητης σκηνής είναι επίσης πολύ ζωντανή απλώς πλέον βάζει άλλα στοιχήματα. Το βέβαιο είναι πως πρέπει να συνεχίσουμε το διάλογο.
Εκτιμάτε πως είναι ανοιχτό το ελληνικό κοινό στο πιο ερευνητικό πεδίο;
Ναι και με ξαφνιάζει ευχάριστα. Είναι προσεκτικό το κοινό, προσπαθεί να καταλάβει. Δεν έχει την αλαζονεία του γερμανικού ή του γαλλικού κοινού που στα πέντε λεπτά μιας παράστασης θα σηκωθεί και θα φύγει. Κι επίσης είμαι πολύ περήφανη ειδικά για το κοινό της Στέγης. Έχουμε πληρότητα ακόμα και σε άγνωστους καλλιτέχνες του ύψους 80%, κάτι που αποδεικνύει την περιέργεια και το κουράγιο του.
Δυστυχώς όμως, το ελληνικό θέατρο οπισθοχωρεί σταδιακά από την παραγωγή πειραματικών παραστάσεων, ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν χρηματοδότες.
Με τόσο μεγάλη οικονομική κρίση ακόμα και η ανεξάρτητη σκηνή θα προχωρήσει σε mainstream παραγωγές. Οι ηθοποιοί θα φοβούνται να πειραματιστούν με νέα κείμενα, να μιλήσουν για δύσκολα θέματα. Θα καταλήξουν όλοι να κάνουν έργα ρεπερτορίου ή διασκευές λογοτεχνικών κειμένων. Πού θα πάνε οι νέοι Ελληνες συγγραφείς ή πως θα στηρίξουμε αυτούς που ήδη υπάρχουν;
Σας δίνει ώθηση το γεγονός ότι -παρά τη γενική συνθήκη- εκπροσωπείτε έναν οργανισμό που συνεχίζει να παράγει επί της ουσίας;
Προφανώς. Ειδικά όταν αυτό αφορά σε νέους καλλιτέχνες. Γι’ αυτόν τον λόγο το πιο δύσκολο κομμάτι των καθηκόντων μου είναι η επιλογή των ελληνικών παραγωγών. Αισθάνομαι τεράστια ευθύνη γιατί δεν μπορώ να κάνω τον προγραμματισμό αγνοώντας τις πολλές ταλαντούχες ομάδες που δεν έχουν πόρους για να δημιουργήσουν. Έχω διαρκώς πολλές προτάσεις, παραστάσεις που θα μπορούσαν να κλείσουν τέσσερις σεζόν αλλά από την άλλη έχουμε το περιθώριο να κάνουμε μόνο πέντε ελληνικές παραγωγές. Υπάρχουν ομάδες που φιλοξενούνται στη Στέγη για πρώτη φορά ή ομάδες που δουλεύουν μετά από εμάς στο εξωτερικό και χρειάζονται επίσης οικονομική στήριξη. Την ώρα που και οι καταξιωμένοι δημιουργοί θέλουν ένα βήμα. Εκεί αναζητούμε την ισορροπία και προφανώς υπάρχουν απογοητεύσεις και δυσαρέσκειες. Πάντως προσπαθώ να είμαι όσο πιο αντικειμενική γίνεται.
Μπορείτε να βάλετε ένα τίτλο στις προσδοκίες σας για την επόμενη χρονιά;
Περισσότερο ρίσκο.
Το ρίσκο που παίρνει η Στέγη σε σχέση με την ανεξάρτητη σκηνή λειτουργεί στο box office;
Μπορεί να είναι οξύμωρο που ένας ιδιωτικός χώρος στηρίζει την ανεξάρτητη σκηνή, αλλά από πλευράς προσέλευσης πηγαίνει περίφημα. Φυσικά στην αρχή, την πρώτη σεζόν τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Το κοινό χτίστηκε σταδιακά. Χρειάστηκε χρόνος για να δημιουργήσουμε μια εμπιστοσύνη. Πάντως οι προθέσεις μας ήταν καθαρές, υπήρχε μια συνέπεια και συνοχή στον προγραμματισμό από την πρώτη σεζόν
Πηγή : tospirto