Saturday, April 1, 2023
spot_img
HomeΘέατροΕίδα τους «Παλιούς Καιρούς» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά

Είδα τους «Παλιούς Καιρούς» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά

Συνολικά, μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ανάγνωση, η οποία όμως δεν βρήκε ευτυχή σκηνική ευόδωση.

«Ό,τι συμβαίνει στα έργα μου είναι ρεαλιστικό, αλλά αυτό που κάνω δεν είναι ρεαλισμός», Χάρολντ Πίντερ*

Ο Χάρολντ Πίντερ ασχολήθηκε, κατά βάση, στο σύνολο του έργου του με καθημερινά θέματα, ρεαλιστικών προσώπων που μιλούν μια φαινομενικά αληθινή γλώσσα. Παράλληλα, τοποθέτησε πολλά από τα έργα του σε ρεαλιστικά περιβάλλοντα πλαισιωμένα από, επίσης, ρεαλιστικά αντικείμενα, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι ο Άγγλος συγγραφέας, δυνητικά, κατάγεται σκηνικά από τον Ίψεν. Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθέτησε τους «Παλιούς Καιρούς» απεμπολίζοντας, εν τέλει, τον ρεαλισμό σε επίπεδο νοήματος και δραματουργικής συνάφειας, παραδίδοντας έτσι στο κοινό μια παράσταση που κατέληξε να είναι αδιάφορη και ανιαρή .

Οι «Παλιοί Καιροί», παρουσιάστηκαν πρώτη φορά στο θέατρο το 1971. Ανήκει στα γνωστά ως «έργα μνήμης» του Πίντερ, καθώς ασχολείται με τη ρευστότητα της μνήμης και του χρόνου εν γένει, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά ασαφή και απροσδιόριστα τα όσα λαμβάνουν χώρα στη σκηνή. Ο Γιάννης Χουβαρδάς θέλησε να στήσει μια παράσταση στην οποία οι αναμνήσεις τίθενται υπό αμφισβήτηση, ενώ υπόκεινται σε οικειοποίηση από άλλους, ταυτόχρονα. Στο επίκεντρο, ο σκηνοθέτης έθεσε το τρίγωνο Άννας-Ντίλι-Κέητ τονίζοντας το ερωτικό στοιχείο ανάμεσά τους. Προκειμένου να το επιτύχει αυτό όμως παράλλαξε το κείμενο, αντιμεταθέτοντας κομμάτια του, γεγονός που κατέστρεψε τον ιδιότυπο πιντερικό ρεαλισμό που υπήρχε στη γραφή. Έκανε έτσι το κείμενο να ακούγεται αφύσικο και μη καθημερινό. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά και η χρήση της κάμερας επί σκηνής. Αρχικά, θεωρώ ιδιαίτερα ευφυή και ταιριαστή με το κείμενο την ιδέα της βιντεοσκόπησης. Αφενός, επειδή και ο ίδιος ο συγγραφέας υπήρξε μεγάλος λάτρης του κινηματογράφου (υπέγραψε πολλά σενάρια γνωστών ταινιών) και αφετέρου, επειδή η βιντεοσκόπηση δείχνει την προσπάθεια των ηρώων για χαλιναγώγηση και κατοχή της μνήμης, αλλά επίσης του χώρου, των αντικειμένων και εν κατακλέιδι, των ατόμων. Σκηνικά ωστόσο, η τόσο εκτεταμένη και αδιάλειπτη σχεδόν χρήση της κάμερας, ταυτόχρονα με τις παράλληλες βιντεοπροβολές, εξέτρεψε την παράσταση από τη στόχευσή της και της προσέδωσε ένα χαρακτήρα αποδόμησης. Κατέληξε συνεπώς η παράσταση να θυμίζει περισσότερο αυτοτελείς ενότητες, παρά μια ενιαία ιστορία.

Ο Ντίλι (Χρήστος Λούλης) που θύμιζε έντονα στην όψη τον Άγγλο θεατρικό συγγραφέα στα νειάτα του, απέδωσε χρονικά την εποχή του ’70, οπότε και γράφτηκε το έργο. Διέθετε μια γοητευτική ανδρική αφέλεια, καθώς προσπαθούσε ανεπιτυχώς να εισχωρήσει στο δίδυμο Άννας-Κέητ. Κατέληξε όμως να παραπαίει ανάμεσα στην παρουσία του ως ηθοποιού και ως, επί σκηνής, εικονολήπτη. Η Άννα (Μαρία Κεχαγιόγλου) εμφανίστηκε σαν femme-fatale, επιθετική, περισσότερο από όσο χρειαζόταν, αρκετά μονοδιάστατη και προκλητική. Διεκδίκησε εξ αρχής την παλιά της συγκάτοικο, χωρίς όμως να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι ζει ευτυχισμένη με τον άντρα της στη ζεστή Σικελία, όπου περπατάει ξυπόλητη στη βεράντα. Η Κέητ (Μαρία Σκουλά) παρέμεινε παθητική καθ’όλη σχεδόν τη διάρκεια του έργου, προκειμένου να εμφανιστεί αποκαλυπτική στον τελευταίο της μονόλογο. Η πρότερη απάθειά της όμως επέφερε ζημιές τόσο στην ισορροπία του τριγώνου, όσο και της παράστασης, αλλά και του ίδιου του ρόλου της.

Στα θετικά της παράστασης θα πρέπει να συγκαταλεχθούν το εικαστικό κομμάτι (σκηνικά: Εύα Μανιδάκη), καθώς όλα τα αντικείμενα ήταν πολύ προσεκτικά επιλεγμένα, δηλωτικά όχι μόνον της εποχής, αλλά και της τάξης στην οποία ανήκαν οι ήρωες. Εξαιρετικό επίσης και το ενδυματολογικό κομμάτι (Ιωάννα Τσάμη), μολονότι διαφωνώ με το leather κόκκινο φόρεμα της Άννας, που θεωρώ ότι την έκανε περισσότερο επιθετική από όσο θα έπρεπε. Ενδιαφέροντες οι φωτισμοί (Στέλλα Κάλτσου), αλλά χάθηκαν εν μέρει στην καταιγιστική χρήση των βιντεοπροβολών. Τέλος, η μουσική, η οποία κέρδισε την προσοχή του κοινού, αλλά ήταν εκτός σκηνοθετικού κλίματος.

Ο Γ. Χουβαρδάς κράτησε στα χέρια του μια καλή και αρκετά πιστή στο πρωτότυπο μετάφραση (Έρι Κύργια), η οποία τον βοήθησε να αποδώσει με επιτυχία ακόμα και το κωμικό στοιχείο που υπάρχει σε όλα σχεδόν τα έργα του Χ. Πίντερ. Ωστόσο, ο τρόπος που ανέγνωσε το κείμενο ο σκηνοθέτης εκτροχίασε την παράσταση από οποιονδήποτε ρυθμό, ενώ παράλληλα την έκανε να χάσει τον πιντερικό χαρακτήρα που με τόσο κόπο και έρευνα έστησε ο ίδιος ο Γ. Χουβαρδάς.

Συνολικά, μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ανάγνωση, η οποία όμως δεν βρήκε ευτυχή σκηνική ευόδωση.

Γιατί να το δω

– Για την εικαστική ταυτότητα της παράστασης.
-Γιατί αποδίδεται, επιτέλους, το έντονο κωμικό στοιχείο που υπάρχει στο έργο

Γιατί να μην το δω
-Γιατί είναι άρρυθμη η παράσταση.
-Γιατί θα αποκομίσω στρεβλή άποψη για το συγκεκριμένο έργο του Χ. Πίντερ.

*Pinter, Harold. Plays Two. London: Faber & Faber, 1997.

Πηγή : Tospirto

 

RELATED ARTICLES

Most Popular

WE RECOMMENT FOR YOU