Home Θέατρο Είδα τον «Οιδίποδα» σε σκηνοθεσία Μπομπ Γουίλσον

Είδα τον «Οιδίποδα» σε σκηνοθεσία Μπομπ Γουίλσον

0

Ενα εικαστικό σύμπαν εμπνευσμένο από έναν αρχαίο μύθο, μέσα στο οποίο μπορούσαν να βυθιστούν οι καλά διαβασμένοι, αλλά και οι μυημένοι στην τέχνη του Γουίλσον.

Ένας άνθρωπος μόνος στο κέντρο της αργολικής ορχήστρας. Υπό τον μεταλλικό ήχο πνευστών οργάνων περπατά πολύ αργά σ΄ένα κάθετο προς το κοίλον διάδρομο. Οδεύει σε μία φωτισμένη πόρτα. Καθώς προχωρά, το φως γίνεται όλο και πιο έντονο μέχρις που τον κατασπαράσσει και τον πνίγει μέσα του. Αυτή είναι η πορεία της ζωής του Οιδίποδα κατά τον Μπομπ Γουίλσον. Μία αργή πορεία προς το φως, την αλήθεια δηλαδή της ύπαρξής του. Μία αλήθεια που όσο έχει τα μάτια του, δεν μπορεί να δει, και όταν τελικά την κοιτάζει κατάματα, είναι τυφλός. Μία αλήθεια τόσο εκτυφλωτική που δεν αντέχει να δει παρά μόνο με τα μάτια της ψυχής του.

Ο κορυφαίος Αμερικανός δημιουργός έδωσε σάρκα και οστό με τον δικό του μοναδικό τρόπο στην αρχετυπική ιστορία του Οιδίποδα και συνεκδοχικά της καταραμένης γενιάς των Λαβδακιδών. Ακολούθησε τον τραγικό ήρωα πριν ακόμη από τη γέννησή του, όταν ο Λάιος πήρε χρησμό πως θα τον σκοτώσει ο γιος του, και ακολούθως στη στιγμή της γέννησης και της εγκατάλειψής του ως βρέφους στα βουνά του Κιθαιρώνα. Φτάνει μέχρι τη στιγμή της τύφλωσής του, αφού έχουν προηγηθεί οι φρικτές αποκαλύψεις: πώς δηλαδή ο ήρωας δεν είναι γιος του Πόλυβου του βασιλιά της Κορίνθου, αλλά του Λάιου του βασιλιά της Θήβας. Πως αυτός με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον πραγματικό του πατέρα σ΄ένα τρίστρατο κοντά στη Θήβα και ακολούθως αφού έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας χρίστηκε βασιλιάς της πόλης και παντρεύτηκε τη χήρα του Λάιου και μητέρα του, Ιοκάστη. Μαζί της μάλιστα έκανε τέσσερα παιδιά (Αντιγόνη, Ισμήνη, Ετεοκλης και Πολυνείκης) που ταυτοχρόνως ήταν και… αδέλφια του.

Tην ιστορία αυτή δεν την παρακολουθήσαμε σαν μία κλασική τραγωδία μέσω υποκριτών. Αυτό άλλωστε ήταν αναμενόμενο, λόγω της «προϊστορίας» των παραστάσεων του Γουίλσον. Την παρακολουθήσαμε αποσπασματικά σε πέντε μέρη, μέσω δύο «μαρτύρων»/ αγγελιαφόρων, ενός ηλικιωμένου άντρα και μιας γυναίκας που μας μετέφεραν τον βίο και την πολιτεία του Οιδίποδα. Η αφήγησή τους αποσπασματική, με επαναλαμβανόμενες κυρίως φράσεις- κλειδιά που συμπύκνωναν το νόημα του κειμένου και σε πολλές γλώσσες – συμβολικό του πόσο ο μύθος αυτός έχει καταφέρει να υπερκεράσει τα χρονικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά όρια.
Τη στοιχειώδη αυτή αφήγηση ο σπουδαίος δημιουργός «έντυσε» με ένα μοναδικό εικαστικό, φωτιστικό και ηχητικό σύμπαν. Τα χαρακτηριστικά tableaux vivants του δέσποζαν στο βάθος της ορχήστρας, τα αρχαία χαλάσματα έριχναν τη σκιά τους πάνω τους, ενώ μπροστά υπήρχε ένας επιβλητικός διάδρομος/λογείον, όπου και δραματοποιήθηκαν κομμάτια της αφήγησης συνθέτοντας ένα πλαίσιο ονειρικό. Εντυπωσιακή επίσης στάθηκε η «εκμετάλλευση» του αρχαίου θεάτρου ως «ηχείου». Ήχοι έφταναν στα αυτιά μας από όλα τα μέρη του θεάτρου, από ψηλά από χαμηλά, από δεξιά, από αριστερά, άλλοτε σαν κάποιος να μας ψιθύριζε τον μύθο, άλλοτε σαν να μας τον εξιστορεί και άλλοτε σαν να βγάζει διάγγελμα.
Εικόνες, λόγια, σιωπές, ήχοι, φως, αλλά και μπόλικο σκοτάδι δεμένα σ΄ένα οργανικό σύνολο που λειτούργησε σαν ένας αντικατοπτρισμός των πιο σημαντικών νοημάτων της ιστορίας του Οιδίποδα. Σαν ένα παζλ, όπου έπρεπε να συνδυαστούν όλα τα ετερόκλητα κομμάτια του, σαν μία σύνθεση ενός ξεχωριστού έργου τέχνης. Οι ηθοποιοί και οι χορευτές έδωσαν όλοι εξαιρετικές ερμηνείες. Προεξάρχουσα όλων στάθηκε, ωστόσο, η Λυδία Κονιόρδου που απέδειξε για μια ακόμη φορά το μέγεθος του επιδαύριου υποκριτικού της μεγαλείου, χαρίζοντάς μας μία υποδειγματική ερμηνεια.

Αξίζει πέραν της πρώτης σκηνής που αναφέραμε στην αρχή, να αναφερθούμε στην εμπνευσμένη αναπαράσταση της δολοφονίας του Λαΐου. Πέντε άνδρες πατούν πάνω σε μεταλλικές πλάκες τοποθετημένες στο έδαφος. Κάθε χτύπημα των ποδιών δημιουργεί ένα θόρυβο από το μέταλλο που σαν ηχός εξαπλώνεται στο κοίλον με τη μορφή ενός μπουμπουνητού, δηλωτικού μίας επερχόμενης καταιγίδας. Στο κέντρο ο Οιδίποδας, μόνος εναντίον όλων, διαπράττει εν αγνοία του την πατροκτονία. Και είναι αυτή η στιγμή που οι Θεοί δείχνουν τη δύναμή τους επιβάλλοντάς του το απαρέγκλιτο της μοίρας του.

Για την παράσταση θα μπορούσαν να διατυπωθούν πολλές ενστάσεις, καθώς δεν έχουμε να κάνουμε με μία κλασική προσέγγιση τραγωδίας, αλλά μ΄ένα εικαστικό σύμπαν εμπνευσμένο από έναν αρχαίο μύθο, μέσα στο οποίο μπορούσαν να βυθιστούν οι καλά διαβασμένοι, αλλά και οι μυημένοι στην τέχνη του Γουίλσον. Ένα σύμπαν που είχε επιμέρους αδυναμίες – ανάμεσά τους η φτωχή δραματουργία, αλλά και η αδύναμη εκμετάλλευση της επαναληπτικότητας πολλών φράσεων (γεγονός που μάς έφερε στον νου την δεξιοτεχνία του Θόδωρου Τερζόπουλου)- αλλά που συνιστά τελικά μία πολύ αξιόλογη πρόταση/ κατάθεση του Αμερικανού δημιουργού.

Πηγή : Tospirto