Wednesday, April 24, 2024
spot_img
HomeΘέατροΕίδα τον «Καταποντισμό του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα

Είδα τον «Καταποντισμό του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα

Μια, συνολικά, εξαιρετική παράσταση, η οποία καταφέρνει να προβληματίσει και να αφυπνίσει το κοινό της για το φόβο που παραμονεύει στο μέλλον τη σημερινή παγκόσμια κοινωνία.

Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ με το θέατρό του, ιδιαίτερα αυτό της πρώιμης περιόδου, θέλησε να στηλιτεύσει τον απερχόμενο παγκόσμιο πόλεμο και να προειδοποιήσει, μεσούσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933), γι αυτόν που βρισκόταν προ των πυλών. Στη σημερινή εποχή, η περίοδος αυτή της συγγραφικής του διαδρομής μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ. Η παράσταση «Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» κατάφερε να την κάνει περισσότερο επίκαιρη και σύγχρονη, διατηρώντας έντονα το στοιχείο της διασκέδασης, αλλά και της πολιτικής ρητορείας που χαρακτήριζαν τη γραφή του Γερμανού συγγραφέα. Πρόκειται για ένα θεατρικό στοίχημα που η παράσταση το κέρδισε και με το παραπάνω.

Ο Μπ. Μπρεχτ υπήρξε θαυμαστής του Γερμανικού καμπαρέ και ειδικά του Καρλ Βάλεντιν, ενώ από την άλλη, ακολούθησε τα βήματα του Έρβιν Πισκάτορ εισάγοντας στη γραφή του το θέατρο-ντοκουμέντο. Πώς συνδέονται όμως αυτά τα δύο τόσο διαφορετικά και ανομοιογενή είδη; Ο Μπ. Μπρεχτ κατάφερε να τα συνδέσει στην τόσο ιδιαίτερη και μοναδική του γραφή, καθώς τα χρησιμοποίησε αφενός, για να ψυχαγωγήσει και αφετέρου, για να ενημερώσει τους συμπολίτες του. Σε κάθε περίπτωση, στόχος του ήταν η πολιτική τους αφύπνιση.

Η παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα, πέτυχε να βαδίσει με απόλυτη επιτυχία στα βήματα του μπρεχτικού θεάτρου και σε αυτό το δίπολο, έχοντας ταυτόχρονα προσθέσει ο σκηνοθέτης την εντελώς προσωπική του σφραγίδα. Η προσέγγιση που ακολούθησε ο Σ. Κακάλας ήταν αυτή της παράστασης-εργασίας. Έτσι, το κοινό παρακολούθησε αρχικά τις δοκιμές και τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών, γεγονός που συνεχίστηκε και αργότερα και παρέπεμπε ευθέως στο gestus, όπως το όρισε ο Μπρεχτ στο θεωρητικό του κείμενο «Μικρό όργανο για το θέατρο». Ο σκηνοθέτης, παρών στη σκηνή, επενέβαινε καταλυτικά στη σκηνική δράση, υπενθυμίζοντας διαρκώς τη σύμβαση της ψευδαίσθησης, την οποία ωστόσο υπονόμευε και συχνά κατέλυε εντελώς. Ενδεικτική, η συζήτηση αναφορικά τόσο με το αν υφίσταται πλέον ψευδαίσθηση στο θέατρο, όσο και με το τί είναι η μπρεχτική αποστασιοποίηση. Η χρήση της μάσκας, αλλά και τα σχόλια και οι επεμβάσεις του σκηνοθέτη και των ίδιων των ηθοποιών στόχευαν επίσης στην κατεύθυνση αυτή, όπως άλλωστε και η πρωτότυπη μουσική της παράστασης.

Η χρήση της μουσικής (σε ελεύθερη απόδοση των στίχων της Ελένης Βαροπούλου και σύνθεση του μοναδικού Γιάννη Αγγελάκα) συνεπήρε τον θεατή, ενώ την ίδια στιγμή προβλημάτιζε γύρω από τα θέματα που έθιγε. Ιδιαίτερα το τελευταίο κομμάτι που ερμηνεύει, με αλλοιωμένη φωνή, ο Σ. Κακάλας, δημιουργεί ρίγη τρόμου και φόβου για αυτό που παραμονεύει την ανθρωπότητα.

Οι ηθοποιοί (Μιχάλης Βαλάσογλου, Νίκος Γιαλελής, Χαρά Κότσαλη, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Εμμανουήλ Πετράκης, Φελίς Τόπη) συνεπαίρνουν το κοινό όχι μόνον με τις γυμναστικές τους ικανότητες (ας μην ξεχνάμε ότι στη Γερμανία που γράφει ο Μπρεχτ, ο αθλητισμός ήταν ιδιαίτερα σημαντικός και σε εξέχουσα θέση), αλλά και με την αμεσότητα στις αντιδράσεις τους και τους αυτοσχεδιασμούς του σκηνοθέτη, αλλά και των συμπρωταγωνιστών τους. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στις εξαιρετικά χρηστικές μάσκες (Μάρθα Φωκά) που απέδωσαν με μοναδικό τρόπο την αποστασιοποίηση, αλλά και το παιχνίδι «αλήθειας-θεάτρου», καθώς και στους λειτουργικοί και πολύ ιδιαίτερους φωτισμούς (Παναγιώτης Λαμπής). Τέλος, η μετάφραση και διασκευή της Ελένης Βαροπούλου υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική, όχι μόνο για τη βαθιά της γνώση για το γερμανικό θέατρο, αλλά και επειδή η λυρικότητα της απόδοσής της προσδιόριζε το σύνορο μεταξύ «αληθινού» και «θεατρικού».

Η σκηνοθεσία κατάφερε να προβληματίσει εξ αρχής (με τρόμο διαπίστωσα στην αρχή της παράστασης ότι ο σκηνοθέτης ζητάει από τη μία, εκ των δύο, γυναίκα ηθοποιό να φέρει σφουγγαρίστρα και να καθαρίσει τη σκηνή, ενώ οι άνδρες ηθοποιοί έκαναν ζέσταμα) θέτοντας πολιτικά -δηλαδή της πόλεως- ζητήματα, όπως ο πόλεμος, η διαφορά των δύο φύλων, η ανθρώπινη προσπάθεια για επικράτηση επί του άλλου κ.α. Αυτή του τη σκηνοθετική γραμμή υπογράμμισε στο τέλος και ο Σ. Κακάλας, βάζοντας τις δύο γυναίκες να φεύγουν μαζί από μία θεατρική σκηνή, όπου έχουν σκοτωθεί όλοι οι υπόλοιποι άνδρες-στρατιώτες της παράστασης, ενώ πρωτύτερα, απευθυνόμενες προς τον σκηνοθέτη, τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα. Πού λοιπόν βρίσκονται τα όρια θεάτρου-αλήθειας, ψευδαίσθησης-πραγματικότητας, άνδρα-γυναίκας, πολέμου-ειρήνης; Ή μήπως τελικά δεν είναι τόσο διακριτά τα όρια αυτά….

Η παράσταση «Ο καταποντισμός του εγωιστή Γιόχαν Φάτσερ» είναι μια, συνολικά, εξαιρετική παράσταση, η οποία καταφέρνει, μέσα από ένα ιδιαίτερα διασκεδαστικό θέαμα, καθώς διαθέτει αρκετά κωμικά-ειρωνικά στοιχεία, να προβληματίσει και να αφυπνίσει το κοινό της για το φόβο που παραμονεύει στο μέλλον τη σημερινή παγκόσμια κοινωνία.

Γιατί να το δω

– Γιατί πρόκειται για μια εξαιρετική παράσταση!
– Για τον απολαυστικό Σίμο Κακάλα, κάτω και επί της σκηνής

Πηγή : Tospirto

 

RELATED ARTICLES

Most Popular

WE RECOMMENT FOR YOU