Home Uncategorized Είδα τον «Γυάλινο κόσμο» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

Είδα τον «Γυάλινο κόσμο» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

0

Ατμοσφαιρικό ανέβασμα που αναδεικνύει εύστοχα τις προθέσεις του συγγραφέα και απογειώνεται χάρη στην ερμηνεία του Χάρη Φραγκούλη.

Ο χρόνος είναι ο πιο σταθερός συνομιλητής των ηρώων του Τένεσι Γουίλιαμς κι αυτό μοιάζει να το ξέρει ο Δημήτρης Καραντζάς. Αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσει τον «Γυάλινο κόσμο» – ίσως το πυκνότερο έργο του Αμερικανού συγγραφέα – οφείλει να προβληματιστεί γύρω από τον χαρακτηρισμό του ιδίου πως πρόκειται για «έργο μνήμης».
Πράγματι, ο σκηνοθέτης τοποθετεί εκεί ακριβώς το κέντρο της ανάγνωσής του και η αφήγηση της ιστορίας των Γουίνκφιλντ δεν είναι μια ιστορία του παρελθόντος που καταδιώκει τον αφηγητή της σαν εφιάλτης, αλλά είναι – ας μου επιτραπεί – μια ζώσα μνήμη.

Πώς μεταφράζεται αυτό; Ο Τομ, ο νεαρός ονειροπόλος γιος της Αμάντα κι ενός εμπορικού αντιπροσώπου που έγινε λούης, δεν ανασύρει μνήμες, αλλά σχεδόν ανασκαλεύει σκέψεις ή επιθυμίες μέσα στο μυαλό του. Ο μεταφραστής του έργου, Αντώνης Γαλέος στο σημείωμα του ανατρέχει σε μια διατύπωση του Φρόιντ πως «το παρελθόν και το παρόν συνυφαίνονται σ’ έναν ιστό επιθυμιών που τα διατρέχει». Προφανώς, ο Φρόιντ τα λέει πολύ καλύτερα.
Ο Τομ (που δεν είναι παρά μια προβολή του Τένεσι Γουίλιαμς) δεν ανακαλεί το τραύμα εγκατάλειψης της οικογένειας του, αλλά το βιώνει την ίδια στιγμή που το αφηγείται. Το φτωχικό διαμέρισμα του Σαιν Λιούς που αντικαθιστά την έπαυλη του πλούσιου Νότου, αιχμαλωτίζει την οικογένεια Γουίνκφιλντ σε καιρό ραγδαίας οικονομικής πτώσης κι ενώ ο πατέρας τους έχει εξαφανιστεί χωρίς ενοχές. Το σπίτι αυτό μετατρέπεται σε σπείρα αναμνήσεων για τη μητέρα Αμάντα Γουίνκφιλντ που παραμένει αγκυλωμένη στα ένδοξα νιάτα της, για την ψυχικά ιδιάζουσα αδελφή του Λόρα που καταφεύγει στην ανάμνηση του πρώτου της σχολικού έρωτα και για τον Τομ που ήδη φλέγεται από την ανάμνηση της επιθυμίας του να γίνει ποιητής και να γνωρίσει τον κόσμο σε κινηματογραφικό mode.
Η ίδια η φόρμα του έργου, δηλαδή, ιδρύει την συνύπαρξη του νατουραλισμού με το εξπρεσιονιστικό στοιχείο. Συνεπώς, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα γραμμικής αφήγησης οικογενειακό δράμα, αλλά με μια ιστορία που προτάσσει τη συνθήκη της ποιητικής φαντασίας σ’ ένα κάδρο οικογενειακού δράματος.

Ολα τα παραπάνω χαρακτηριστικά του έργου γίνονται πολύ διαυγή μέσα από τις σκηνοθετικές επιλογές του Δημήτρη Καραντζά όσο και από τον τρόπο που διαβάζει το κείμενο. Είναι η πρώτη φορά που μια δουλειά του δεν υπακούει στην τυπική, απαρέγκλιτη φόρμα στην οποία μας έχει συνηθίσει μέχρι τώρα, αλλά αφήνει το έργο πιο ρευστό να πάρει ένα πιο ελεύθερο σχήμα και να αντλήσει από τις προσωπικότητες των ηθοποιών του – παρότι θα εντοπίσουμε οργανωμένα και ομολογουμένως ευφάνταστα τρικ μοντερνικότητας.
Αυτό αποδεικνύεται ευεργετικό, ειδικά από τη στιγμή που στον κεντρικό ρόλο έχει επιλέξει έναν ηθοποιό σαν τον Χάρη Φραγκούλη. Ο τελευταίος δεν είναι μόνο ένας εξαίσιος ερμηνευτής των ψυχολογικών διαδρομών του ήρωα από το βίωμα στην ανάμνησή του, δεν είναι μόνο διαθέσιμος να καταθέσει τα περισσεύματα της έντασης και της ενέργειάς του σ’ έναν ρόλο εσωτερικού βάθους, αλλά την ίδια ώρα είναι πρόθυμος να γίνει και σκηνοθέτης στη θέση του σκηνοθέτη: Να οργανώσει την παράσταση (φωτιστικά, ηχητικά, σκηνικά) με την ίδια επιμέλεια που κάποιος προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τη μνήμη του. Τι κι αν αυτό κοστίζει ενίοτε στο ρυθμό της παράστασης; Κανείς εκ της τετραμελούς διανομής δεν μπαίνει τόσο μέσα στον κώδικα του Τένεσι Γουίλιαμς όσο ο Χάρης Φραγκούλης – ο οποίος συνάμα “χρεώνεται” την πιο δυναμική όψη του ιλαροτραγικού ύφους του κειμένου.
Αυτό δεν σημαίνει πως και η υπόλοιπη ομάδα δεν συνηγορεί στο αποτέλεσμα – απεναντίας. Η Μπέτυ Αρβανίτη (με το πόδι της σε νάρθηκα μετά το πρόσφατο, επί σκηνής, ατύχημα) εμφανίζεται τόσο απελευθερωμένη όσο λίγες φορές την έχουμε δει• μια πρώτης τάξεως Αμάντα που μετακινείται με χάρη από την προσδοκία στην ψευδαίσθηση κι από την ψυχαναγκαστική υστερία στη ματαίωση• συστήνει δε ένα ωραίο ντουέτο με τον Φραγκούλη στις συγκρουσιακά φορτισμένες σκηνές. Η Ελίνα Ρίζου υφαίνει την αναγκαία ευθραυστότητα της Λόρα ακόμα κι όταν μένει σιωπηλή και ο Εκτορας Λιάτσος κρατάει την ερμηνεία του γειωμένη σ’ έναν ωραίο και μεστό νατουραλισμό στο ρόλο του Τζιμ.
Δε συναντάμε συχνά μια τόσο στενή σχέση μεταξύ της ανάγνωσης και του σκηνικού σύμπαντος. Η Ελένη Μανωλοπούλου σε μια από τις ωραιότερες δουλειές της τα τελευταία χρόνια – πόσο μάλλον για τη χωροταξικά δύστροπη σκηνή του Κεφαλληνίας – κατασκευάζει έναν λόφο από γυάλινα θραύσματα (σε μια γλυπτική εγκατάσταση της Φαίδρας Οικονόμου) που παραπέμπουν εύγλωττα στα θραύσματα της μνήμης και στο καθρέφτισμα της ανθρώπινης ευαισθησίας. Το σκηνικό φωτίζει ατμοσφαιρικά ο Αλέκος Αναστασίου ειδικά στη σκηνή της Λόρα και του Τζιμ. Μίνιμαλ τόνοι για τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Οσο για τη μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή “σπασμένη” και ξεκούρδιστη κι αυτή όπως οι αναμνήσεις του Τομ.

Γιατί να το δω:
– Για το ρεσιτάλ του Χάρη Φραγκούλη στον κεντρικό ρόλο και τις ωραίες συναντήσεις του με την Μπέτυ Αρβανίτη.
– Για τη συγγενική ανάγνωση με την προβληματική του συγγραφέα.
– Για τον σκηνικό κόσμο της παράστασης.
– Γιατί φωτίζεται και η κωμική πλευρά του έργου.

Γιατί να μη το δω:
– Για τα ζητήματα ρυθμού που ενίοτε προκύπτουν.

Πηγή : Topsirto