Friday, May 3, 2024
spot_img
HomeΘέατροΕίδα: την «Ορέστεια» του Εθνικού σε σκηνοθεσία Ι. Βουλγαράκη, Λ. Μελεμέ, Γ....

Είδα: την «Ορέστεια» του Εθνικού σε σκηνοθεσία Ι. Βουλγαράκη, Λ. Μελεμέ, Γ. Μαυραγάνη

Δύο άστοχες προσεγγίσεις και μία καθυστερημένη… λύτρωση.

Το Εθνικό Θέατρο παρουσίασε ξανά μετά από δεκαοκτώ χρόνια στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την Ορέστεια του Αισχύλου, τη μοναδική σωζόμενη τριλογία του Αρχαίου Δράματος. Ενα καλλιτεχνικό εγχείρημα, μια καινοτόμα πρόταση, όπου τρεις πρωτοεμφανιζόμενες στην Επίδαυρο σκηνοθέτιδες ανέλαβαν την παρουσίαση της τριλογίας σε μια ενιαία παραγωγή (Ιώ Βουλγαράκη/ Αγαμέμνων- Λίλλυ Μελεμέ/ Χοηφόροι – Γεωργία Μαυραγάνη/ Ευμενίδες).
Αυτά διαβάζουμε στην εισαγωγή του δελτίου Τύπου του Εθνικού Θεάτρου και από εδώ αρχίζουν οι ενστάσεις μας. Γιατί όταν αναφέρεται κάποιος σε μια ενιαία παραγωγή ή σ΄ ένα καινοτόμο καλλιτεχνικό εγχείρημα, εννοεί – συνήθως- πως πρόκειται για μία τριλογία, τα τρία μέρη της οποίας μοιράστηκαν μεν σε τρεις σκηνοθέτιδες, αλλά συνδέονται με κάποιο τρόπο μεταξύ τους σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό δηλαδή που αναμέναμε είναι τρεις οπτικές υπό ένα ενιαίο σκηνοθετικό όραμα που θα αιμοδοτούσαν η μία την άλλη, θα είχαν ορατές γέφυρες επικοινωνίας και θα μας χάριζαν τους καρπούς μιας εξαιρετικά γόνιμης καλλιτεχνικής συνομιλίας.
Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, καθώς ούτε κοινή αισθητική αντίληψη υπήρχε (στη σκηνή ο Πάρης Μέξης είχε δημιουργήσει ένα μεταλλικό κατασκεύασμα το οποίο η κάθε ομάδα εκμεταλλεύτηκε διαφορετικά αισθητικά), ούτε κοινή διανομή κεντρικών ρόλων, ούτε κάποιος άλλος κοινός συνδετικός κρίκος που να δημιουργεί την αίσθηση πως βλέπουμε την Ορέστεια και όχι τρεις τελείως ξεχωριστές παραστάσεις. Με περίσσια έκπληξη παρακολουθήσαμε, λοιπόν, ένα «Μπεν Χουρ» παραστάσεων χωρίς κάποιον κοινό στόχο.
Παράλληλα, γεννιούνται ερωτήματα για το πού έγκειται η καινοτομία του εγχειρήματος αυτού, όταν κάποιος παρακολουθεί τρεις τελείως διαφορετικές παραστάσεις που εν συνεχεία ακολουθούν η κάθε μία χωριστά τη δική τους περιοδεία; Πώς εξηγείται επίσης πως ενιαία Ορέστεια θα παρουσιαστεί μόνο στην Ελευσίνα (στα Αισχύλεια) τον Σεπτέμβριο, στη Δωδώνη, στο Θέατρο Δάσους και στο Θέατρο Βράχων την πρώτη ημέρα θα παιχτεί ο Αγαμέμνονας και τη δεύτερη οι Χοηφόροι και οι Ευμενίδες, ενώ οι υπόλοιπες «στάσεις» θα είναι τελείως διαφορετικές; Τέλος ποιος ο λόγος να υποστεί ένας θεατής – θεατρόφιλος ή μη- τη θερινή ταλαιπωρία να παρακολουθήσει ένα μη ενιαίο θέαμα 4,5 ωρών; Για να πληρώσει ένα εισιτήριο στην τιμή των τριών και μόνο;

Όλα τα παραπάνω καθιστούν απόλυτα κατανοητό το γιατί δεν μπορεί να προβεί κάποιος σε μια ενιαία αποτίμηση της προσπάθειας αυτής παρά μόνο σε επιμέρους σχόλια που αφορούν την κάθε μία παράσταση χωριστά.

Αγαμέμνων/ Ιώ Βουλγαράκη
Ένα υπερμεγέθες ραγισμένο βασιλικό προσωπείο -κακόγουστο για τη δική μου αισθητική- δέσποζε στην αργολική ορχήστρα πάνω στην μεταλλική κατασκευή του Πάρη Μέξη στον «Αγαμέμνονα» της Ιώς Βουλγαράκη. Είναι αυτό που θα σπάσει σε κομμάτια στον φόνο του βασιλιά γεμίζοντας «ερείπια» τη σκηνή. Η σκηνοθέτιδα είχε μεγαλεπίβολα σχέδια για την παράσταση αυτή, ωστόσο τίποτα δεν «απέδωσε» καρπούς. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μία φαλακρή παντελονάτη Κλυταιμνήστρα/ Ευη Σαουλίδου και μ΄έναν Αγαμέμνονα/ Αργύρη Ξάφη με μακριά μαλλιά, φόρεμα και κοθόρνους. Προφανώς ο στόχος ήταν η πλήρης αντιστροφή των ρόλων των φύλων του βασιλικού ζεύγους και ο υπερτονισμός της ανδρικής-δυναμικής πλευράς της συζυγοκτόνου βασίλισσας και της θηλυκής πλευράς του Αργείου στρατηλάτη που μάταια προσπαθεί να βρει τις οικογενειακές ισορροπίες έχοντας θυσιάσει την κόρη του (Ιφιγένεια) για το καλό της πατρίδας. Αυτό, ωστόσο, εγκλώβισε ερμηνευτικά τους δύο ηθοποιούς μέσα στα δύο αυτά πολύ άσχημα κοστούμια και δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν στο κοινό τις προθέσεις της σκηνοθέτιδας. Ούτε η αδύναμη Κασσάνδρα της Δέσποινας Κούρτη, ούτε ο συμβατικός Αίγισθος του Αλέξανδρου Λογοθέτη ούτε ο κατά τόπους άρρυθμος, ασυντόνιστος και αγύμναστος χορός των γερόντων (Θανάσης Βλαβιανός, Πάρις Θωμόπουλος, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Νίκος Καρδώνης, Κωστής Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Νταλιάνης, Θέμης Πάνου, Στρατής Πανούριος) κατάφεραν να αλλάξουν το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, από ένα σημείο και μετά αισθανόμασταν πως βλέπαμε μια ανέμπνευστη και πολυκαιρισμένη παράσταση βγαλμένη από το… παρελθόν.

Συμπέρασμα; Μία πέρα ως πέρα άστοχη και κακής αισθητικής παράσταση που ήταν ο χειρότερος «πρόλογος» για την τριλογία αυτή, καθώς διήρκεσε περισσότερο από μίαμιση ώρα και κούρασε το κοινό που είχε άλλες δύο τραγωδίες να παρακολουθήσει.

Χοηφόροι/ Λίλλυ Μελεμέ
Η παράσταση αυτή είναι καλό παράδειγμα, για το τι συμβαίνει σ΄ένα αρχαίο δράμα όταν δεν υπάρχει στιβαρή σκηνοθετική καθοδήγηση, αλλά και μία συγκεκριμένη οπτική. Στις «Χοηφόρους» της Λίλλυς Μελεμέ είδαμε απλώς μία αναπαράσταση του αρχαίου έργου με μπόλικους αχρείαστους εντυπωσιασμούς (ενδεικτικά αναφέρουμε τις κιτς σκιές της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου, αλλά και τα πολλά λίτρα νερού που περιέλουσαν τον Ορέστη και έκαναν την κάθαρσή του να μοιάζει με ψυχρολουσία), έμπειρους καλούς ηθοποιούς να επιβιώνουν αυτοσκηνοθετούμενοι και ταλαντούχους ηθοποιούς χωρίς πείρα στον τραγικό λόγο να καταβαραθρώνονται. Πιο συγκεκριμένα, ο νεαρός νικητής του φετινου βραβείου Δημήτρης Χορν, Γιάννης Νιάρρος, παντελώς αβοήθητος προσπαθούσε να επιβιώσει στην ορχήστρα υποδυόμενος τον Ορέστη. Με λάθος παύσεις, λόγο κοφτό (αντί για τον μακροπερίοδο του αρχαίου δράματος) και με μία νευρική κινησιολογία που αποσυντόνιζε τη θέασή, μας ανάγκαζε να κοιτάμε τους υπέρτιτλους για να βγάλουμε νόημα στα λεγόμενά του. Η Μαρία Κίτσου δεν κατάφερε να σταθεί στο ύψος της τραγικής Ηλέκτρας και μολονότι ο λόγος της ήταν σωστά εκπεφρασμένος, δεν κατάφερε να μας πείσει. Την κατάσταση έσωσε εν μέρει η Φιλαρέτη Κομνηνού που -χωρίς να παρασυρθεί ερμηνευτικά από την «όψι» της, το πολύ κακό της φόρεμα δηλαδή και το τελείως άστοχο χτένισμά της- μάς χάρισε μία αξιοπρεπή Κλυταιμνήστρα που ήξερε και πώς να σταθεί και πώς να μιλήσει, αλλά και ο Γιώργος Χρυσοστόμου που ως Αίγισθος μαγνήτισε το βλέμμα μας στο λαμπερό σύντομο πέρασμά του. Εξαιρετικές στιγμές είχε και ο καλοδουλεμένος χορός (Νατάσα Εξηνταβελώνη, Σοφία Κουλέρα, Νεφέλη Μαϊστράλη, Μαρία Μηνά, Νάνσυ Μπούκλη, Αρετή Τίλη, Ιώβη Φραγκάτου, Χριστίνα Χριστοδούλου) που -ειδικά στα πρώτα χορικά- ήταν και ο μόνος που δημιούργησε την απαιτούμενη μυστικιστική διάθεση.

Συμπέρασμα; Μία παράσταση με κακές ερμηνείες χωρίς σκηνοθετικό στίγμα και άποψη.

Ευμενίδες/ Γεωργία Μαυραγάνη

Τρίτη και «άτυχη» παίρνει τη σκυτάλη η Γεωργία Μαυραγάνη. Και λέμε «άτυχη», γιατί οι θεατές μετά από τρεις περίπου ώρες θέασης των δύο προηγούμενων κακών προσεγγίσεων, είχαν κουραστεί και μάλιστα πολύ. Μην ξεχνάμε πως διάλειμμα δεν έγινε. Και τα μάρμαρα της Επιδαύρου άνετα δεν τα λες από μια ώρα και μετά. Και μπορεί από τα πρώτα λεπτά της παράστασης οι «Ευμενίδες» να λειτούργησαν λυτρωτικά στην ψυχή τους, όμως πόσο εύκολο είναι να αναθαρρήσει κάποιος, να ανακτήσει τη συγκέντρωσή του να βυθιστεί στο μυστικιστικό σύμπαν που έστησε με περίσσια έμπνευση η ταλαντούχα σκηνοθέτιδα;

Η Γεωργία Μαυραγάνη ήταν η μόνη από τις τρεις σκηνοθέτιδες που όχι μόνο συνέλαβε όπως θα έπρεπε την αρχική ιδέα του Εθνικού Θεάτρου, αλλά την έκανε και πράξη χαρίζοντάς μας τις ωραιότερες «Ευμενίδες» που έχουμε δει έως σήμερα. Το ρίσκο που πήρε δεν ήταν μικρό, καθώς επέλεξε να επεξεργαστεί μία από τις πιο δύστροπες, κουραστικές και δύσκολες στην κατανόησή τους τραγωδίες (αυτός είναι και ο λόγος που οι σκηνοθέτες που την έχουν ανεβάσει καταφεύγουν συνήθως σε περιττά εφέ για να συντηρήσουν την προσοχή του κοινού). Και το έκανε σωστά, κινούμενη ενάντια στο ρεύμα, προσπαθώντας δηλαδή όχι να εντυπωσιάσει, αλλά να κατευνάσει και να εξευμενίσει το κοινό και συνεκδοχικά τις ψυχές αυτών που έχουν φύγει από τη ζωή. Μαζί με τον Δημοσθένη Παπαμάρκου δούλεψαν με απέραντο σεβασμό πάνω στο κείμενο του Αισχύλου, το κατανόησαν, ανέδειξαν κάθε του πτυχή και ταυτόχρονα του έδωσαν μία άλλη πολύ πιο υπαρξιακή και βαθιά θρησκευτική διάσταση.

Η παράσταση αυτή θα μπορούσε να παρομοιαστεί με μία βαθιά ανθρώπινη προσευχή που λειτουργεί στις ψυχές μας ιαματικά. Μία κατανυκτική προσευχή που, υπό την ηχώ του χτύπου μιας καμπάνας που είχε κρεμαστεί σαν σε καμπαναριό στην μεταλλική κατασκευή του Πάρι Μέξη, βγαίνει από το στόμα του Ορέστη και των Θεών του Ολύμπου και φτάνει στ΄ αυτιά μας μέσα από το διαμοίρασμα των ρόλων σ’ όλη την ομάδα των ηθοποιών (Ναζίκ Αϊδινιάν, Μιχάλης Βαλάσογλου, Στέλλα Βογιατζάκη, Κατερίνα Καραδήμα, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Εμμανουέλα Μαγκώνη, Νίκος Μάνεσης, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Αγγελική Παπαθεμελή, Μαριάμ Ρουχάτζε, Τζωρτζίνα Τάτση) που δηλώνουν «παρόντες» στην παράσταση ψυχή τε και σώματι. Διακριτοί ρόλοι και απόλυτοι πρωταγωνιστές δεν υπάρχουν λοιπόν, μόνο διακριτοί ανθρώπινοι σχηματισμοί (επιμέλεια κίνησης Αλεξία Νικολάου) μέσα σε ομοιόμορφα λειτουργικά κοστούμια (Αρτεμις Φλέσσα) που δίνουν και παίρνουν τη σκυτάλη στον καταιγιστικό αγώνα λόγων των Θεών -εμβόλιμα στον οποίο παρεισφρύουν λόγια από το χριστιανικό «Πιστεύω»- και τραγουδούν ανατριχιαστικά ατμοσφαιρικά το παραδοσιακό τραγούδι «Κοίτα με γλυκιά μου αγάπη» (που σχεδίασε μουσικά ο Χάρης Νείλας). Πρωταγωνιστής της παράστασης αναδεικνύεται εκτός των άλλων κι ένα απλό κλαδί ελιάς (σκηνικό αντικείμενο που έφερε στο νου μας το κλαδί ελιάς του Διονύση Φωτόπουλου στον Οιδίποδα Επί Κολωνώ του Θεάτρου Τέχνης/σκην. Μ. Κουγιουμτζής, και εδώ αφομοιώθηκε στη ροή της παράστασης εξαιρετικά) που άλλαζε στα μάτια μας μορφές. Γίνεται ο Σταυρός του Μαρτυρίου για τον Ορέστη, γίνεται μανουάλι, αλλά και δέντρο των ευχών.

Ευφυής η σύλληψη της Γ. Μαυραγάνη να καλέσει όλες τις ψυχές των νεκρών επί σκηνής -τουτέστιν τους ηθοποιούς των προηγουμένων δύο παραστάσεων- προκειμένου να παρασταθούν στην αποκατάσταση της ισορροπίας, στον εξευμενισμό των Ερινυών και να τραγουδήσουν όλοι μαζί. Απλά και κατανυκτικά. Λίγο πριν, μετά την αθώωση του Ορέστη, είχαν κόψει και είχαν μοιράσει στο κοινό ένα πρόσφορο. Τι πιο ουσιαστικό…

Συμπέρασμα: Οι «Ευμενίδες» στο πιο ουσιαστικό ανέβασμα που έχουμε δει και ένα πολύτιμο επιδαύριο σκηνοθετικό βάπτισμα.

Tip: Mας εξέπληξε ο μόλις 22 ετών νεαρός ηθοποιός Νίκος Μάνεσης με την υποκριτική του στιβαρότητα και την καθαρότητα των λόγων του- αποδειξη του τι σημαίνει να έχει κάποιος έναν καλό σκηνοθέτη/ οδηγό να σε καθοδηγεί.

Πηγή : Tospirto

RELATED ARTICLES

Most Popular

WE RECOMMENT FOR YOU