Home Θέατρο Είδα τη «Μελάχρα» σε σκηνοθεσία Σοφίας Φιλιππίδου

Είδα τη «Μελάχρα» σε σκηνοθεσία Σοφίας Φιλιππίδου

0

Μια φλύαρη παράσταση χωρίς έμπνευση, αλλά και χωρίς αληθινό λόγο ύπαρξης.

Το κείμενο στο θέατρο αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την πρώτη ύλη για μια παράσταση. Χρειάζεται βέβαια στη συνέχεια την πολύτιμη βοήθεια της σκηνοθεσίας, καθώς αυτή δύναται να απογειώσει ένα θεατρικό έργο, χωρίς όμως να αποκλείεται και να ισοπεδώσει εντελώς ακόμα και ένα αριστουργηματικό έργο. Η «Μελάχρα» του Παντελή Χορν είναι ένα ενδιαφέρον, αν και αρκετά παλιακό πλέον κείμενο, το οποίο όμως δεν έχει ευτυχήσει στη θεατρική σκηνή ούτε στο παρελθόν, αλλά δυστυχώς ούτε και στην παρούσα αναβίωσή του σε σκηνοθεσία Σοφίας Φιλιππίδου.

Ο Π. Χορν αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου μαζί με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και τον Σπύρο Μελά. Ο Χορν εκφράζει, με πολλά κείμενά του, τον νατουραλισμό στη θεατρική σκηνή της χώρας μας, στις αρχές του 20ού αιώνα, αποτυπώνοντας στα έργα του τον άνθρωπο με τα ένστικτα και τις παρορμήσεις του. Η «Μελάχρα» πρωτοπαίχτηκε το 1909 από το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, αλλά κατέβηκε αμέσως λόγω των σφοδρών επιθέσεων που δέχθηκε από την κριτικογραφία της εποχής.
Στην παράσταση που σκηνοθέτησε η Σ. Φιλιππίδου το κείμενο παρέμεινε πεισματικά κολλημένο στη γη. Παλινωδώντας μεταξύ φαρσικής κωμωδίας και μελοδράματος, έφυγα από το θέατρο χωρίς να είμαι σίγουρη αν αυτή ήταν μια επιδίωξη της σκηνοθέτιδος ή απλώς μια σκηνοθετική αστοχία. Το κείμενο αφορά σε μια τσιγγανοπούλα που γητεύει όλα τα αρσενικά με μια μόνο ματιά της, νικώντας ακόμα και τα μάγια από τις άλλες τσιγγάνες. Στο τέλος ωστόσο εγκλωβίζεται σε ένα ερωτικό τρίγωνο για χάρη του αγαπημένου της Νέδου. Η ιστορία από μόνη της δεν έχει να πει τίποτα στον σημερινό θεατή. Η αρχική πρόθεση της σκηνοθεσίας, σύμφωνα με την εισαγωγική σκηνή, ήταν να παρουσιάσει όλα αυτά τα θεατρικά πρόσωπα σαν ήρωες βγαλμένους από τσίρκο, ακροβατώντας ανάμεσα στο υστερικό γέλιο και την απελπισία. Τουναντίον όμως, το μόνο που κατάφερε ήταν να δημιουργήσει ένα μπερδεμένο θέαμα, το οποίο δυστυχώς θύμιζε μαθητική παράσταση. Η σκηνοθεσία σύρθηκε στο άρμα του λόγου, με αποτέλεσμα μια φλύαρη παράσταση χωρίς έμπνευση, αλλά και χωρίς αληθινό λόγο ύπαρξης.

Οι ηθοποιοί έδιναν την εντύπωση ότι έπαιζε ο καθένας σε άλλο έργο. Ξεχωρίζει η Τατιάνα Μελίδου (Περουζέ) για την υπέροχη φωνή της, ειδικά στην αρχή της παράστασης. Υποκριτικά ωστόσο δεν ισορρόπησε σε καμία στιγμή, αφού βρέθηκε μεταξύ φάρσας και μελοδράματος. Ο Γιώργος Παρταλίδης στο ρόλο του Νέδου ήταν ανώριμος και άγουρος, αλλά εμφανίζει υποκριτικό ενδιαφέρον. Η Έλενα Μεγγρέλη (Βενετιά) και ειδικά ο Θωμάς Καζάσης (Γιάσαρης) υπηρέτησαν το έντονα σατιρικό και φαρσικό στοιχείο της παράστασης παρασύροντας και όσους έπαιζαν μαζί τους. Κινήθηκαν υποκριτικά στα άκρα, ιδιαίτερα ο Γιάσαρης του Θ. Καζάση που έμοιαζε βγαλμένος από άλλη παράσταση. Ο Ρήνος Τζάνης (Αγκούπης) προσπάθησε να αποδώσει το μεταφυσικό και αλλούτερο στοιχείο του κειμένου, όπως επίσης και ο Σπύρος Δούρος (Τεμέλκος), αλλά τελικά έμοιαζαν να μην έχουν θέση σε αυτή τη διανομή. Η Δήμητρα Δερζέκου (Μελάχρα) προσπάθησε να αποδώσει τη γοητεία και αυτοπεποίθηση αυτής της δυναμικής κοπέλας, χωρίς όμως να τα καταφέρει.

Η σκηνοθέτις επιμελήθηκε, επίσης, τα πολύχρωμα και διαφορετικά σκηνικά και κοστούμια της παράστασης, τα οποία προσέδωσαν μια ενδιαφέρουσα νότα, προϊδεάζοντας για κάτι που όμως τελικά δεν ήρθε… Μια ειλικρινής και συναισθηματική ανάγνωση ενός δύσκολου κειμένου, που ωστόσο δε θα έπρεπε να βρει το δρόμο της για μια επαγγελματική θεατρική σκηνή.

Πηγή : Tospirto