Thursday, April 25, 2024
spot_img
HomeΘέατροΕίδα τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου

Είδα τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» σε σκηνοθεσία Γιάννη Μόσχου

Μουσικό θέατρο αξιώσεων που ενδείκνυται για μικρούς και μεγάλους.

Με εξαίρεση το είδος της αρχαίας τραγωδίας, ο Γιάννης Μόσχος μέσα σε λιγότερο από μια δεκαετία, έχει καταπιαστεί με όλα τα θεατρικά είδη. Έχει σκηνοθετήσει κλασικό ρεπερτόριο, νεοελληνικό έργο, σύγχρονο ελληνικό και ξένο έργο, έχει σκηνοθετήσει κωμωδία και δράμα. Σε αυτή τη λίστα προσθέτει τώρα και το, εξαιρετικά απαιτητικό, είδος του μουσικού θεάτρου. Το ευτυχές είναι ότι το πράττει με την ίδια συγκρότηση και τις ίδιες αξιώσεις που έχει δουλέψει και τα υπόλοιπα, λιγότερο σύνθετα είδη.

Η απόφαση της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού Θεάτρου να ‘ανοιχτεί’ και στο εποχικό θέαμα – όπως, λόγου χάρη κάνει παραδοσιακά η Εθνική Λυρική Σκηνή ή κάποιες κεντρικές σκηνές της πόλης – ευτυχεί στα χέρια του καθώς παρουσιάζει το δημοφιλές αλληγορικό παραμύθι του Ντίκενς «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» με ιδανικούς όρους – χωρίς δηλαδή να υποκύπτει στις ευκολίες και τα κλισέ που έχουμε συνηθίσει να διαστρεβλώνουν το μουσικό θέαμα εν γένει.

Βεβαίως, η πρώτη ύλη που παραλαμβάνει στα χέρια του – αφενός η διασκευή του Τζακ Θορν από το Old Vic και αφετέρου η πρωτότυπη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου – του προσφέρουν μια καλή βάση για να λειτουργήσει. Παρ’ότι, ο ίδιος επεμβαίνει και δραματουργικά και επεξεργάζεται εκ νέου τη δομή, το έργο έχει φανερές αρετές: Διακρίνεται σε σύντομες σκηνές που συμπυκνώνουν τη δράση χωρίς να στερούν από τον λόγο του Ντίκενς και τα νοήματα του έργου. Κι έτσι, μολονότι πρόκειται για ένα διάσημο (ως προς την πλοκή του) μύθο με σαφείς κοινωνικές αιχμές – ο φιλοχρήματος και γκρινιάρης Εμπενέζερ Σκρουτζ δέχεται την επίσκεψη τριών φαντασμάτων που τον αναγκάζουν να αναθεωρήσει τη ζωή του και τον αντίκτυπο των συμπεριφορών του στους άλλους – ο θεατής βρίσκει σταθερά τον εαυτό του στην ίδια θέση: Να αναζητά την κορύφωση του μέχρι το θαύμα της αλλαγής του ήρωα.

Την ίδια ώρα, ο Θοδωρής Οικονόμου έχει αντιμετωπίσει με ευρύτητα σκέψης τη μουσική επένδυση της παράστασης: Φτιάχνει ένα μιούζικαλ με αναφορές από όλες τις βασικές πηγές του – από το γκλάμουρ της αμερικάνικης σχολής μέχρι το γερμανικό καμπαρέ – και το πλουτίζει με πολλά τραγούδια (δώστε προσοχή στους εμψυχωτικούς στίχους του Σταύρου Σταύρου) τα οποία ακροβατούν ανάμεσα στην πρόζα και τη μουσική. Οι, επί σκηνής, μουσικοί (Γιάννης Αγγελόπουλος, Ιλώ Λε Μόλερ, Πέτρος Σταμέλλος και Δημήτρης Χουντής) αναδεικνύουν το μουσικό υλικό με σθένος ενώ τη μουσική ατμόσφαιρα τονώνει και η τετραμελής χορωδία (Πένυ Δεληγιάννη, Νίκος Ζιαζάρης, Ηλίας Καπάνταης και Σοφία Μάλαμα).

Εχοντας αυτά ως θεμελιώδη δομικά υλικά, ο Γιάννης Μόσχος καλείται να αναζητήσει τη μαγεία· τα στοιχεία εκείνα που απογειώνουν μια παράσταση στην παραμυθιακή της διάσταση – πόσω μάλλον όταν εδώ μιλάμε για ένα παραμύθι. Η σκηνογραφία της Τίνας Τζόκα είναι η κρισιμότερη λύση και για την ίδια η ωραιότερη και πιο ολοκληρωμένη δουλειά που έχει υπογράψει έως τώρα στην αθηναϊκή σκηνή. Η περιστρεφόμενη σκηνή του Rex – λες και ακούει τον Ντίκενς όταν ισχυρίζεται πως «η ζωή έχει τόσα γυρίσματα» – περικλείει τη μικρογραφία ενός βικτοριανού χωριού, τα σπίτια του οποίου ξεκλειδώνουν και ανοίγουν σαν κουκλόσπιτα, προσφέροντας οπτική πρόσβαση στο εσωτερικό τους. Η γενική αίσθηση παραπέμπει σ’ εκείνες τις γυάλινες σφαίρες με χιόνι που όλοι σαν παιδιά έχουμε “κουνήσει” , κρατώντας έναν ολόκληρο κόσμο στα χέρια μας. Ο σκηνικός κόσμος συμπληρώνεται και από το σύνολο των αισθητικών και λειτουργικών παρεμβάσεων: Τα κοστούμια – και πάλι από την Τίνα Τζόκα – τους ζεστούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου και την εμπνευσμένη κινησιολογία της Ζωής Χατζηαντωνίου.

Η σύνδεση με την παιδικότητα και την ανάμνησή της είναι κεντρικός στόχος του έργου, αφού άλλωστε εκεί αναζητά και ο Σκρουτζ το νήμα της χαμένης του ενσυναίσθησης – στο παιδί που άφησε πίσω τραυματισμένο. Δικαίως εκεί εντοπίζει τον θεματικό πυρήνα της και η σκηνοθεσία Μόσχου· η παράσταση του δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά, αλλά μεταφέρει ένα μήνυμα κυρίως προς τους ενήλικες που οφείλουν να αναθεωρούν τη ζωή μέσα από το αγνό βλέμμα της παιδικής τους ηλικίας. «Είναι στο χέρι μας να γίνουν θαύματα» λένε, μεταξύ άλλων, οι στίχοι των τραγουδιών του Σταύρου Σταύρου, παρασύροντας τους θεατές ανεξαρτήτου ηλικίας στην αβίαστη συγκίνηση, σε στιγμές τρυφερές και εμψυχωτικές και αθώα αστείες, αξίες που η ενήλικη ζωή συχνά απεμπολεί.

Κομιστές όλων των παραπάνω γίνονται οι πρωταγωνιστές της παράστασης, ένας θίασος υψηλού επιπέδου που υπηρετεί εξίσου καλά την πρόζα και τις μουσικές απαιτήσεις της. Καταρχάς, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς είναι ένας ιδανικός Σκρουτζ καθώς δεν περιορίζεται σε μια στερεοτυπική ανάγνωση αλλά εμβαθύνει στον ήρωα του μπαίνοντας σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης επί σκηνής. Ως τα τέσσερα πνεύματα η Χριστίνα Μαξούρη, η Ευαγγελία Καρακατσάνη, ο Παναγιώτης Παναγόπουλος και ο Χρήστος Στέργιογλου υπερέχουν όλων φωνητικά παρότι είναι όλοι ηθοποιοί αξιώσεων. Ο Λαέρτης Μαλκότσης δίνει στο ρόλο του αφηγητή μια απολαυστική σπιρτάδα ενώ η Αλίκη Αλεξανδράκη φέρει ως Μπελ τον πολύτιμο αέρα της παλιάς ερμηνευτικής στόφας. Με μικρότερους και συχνά διπλούς και τριπλούς ρόλους ξεχωρίζουν από το σύνολο ο Κώστας Βασαρδάνης, η Ελένη Μπούκλη, ο Θανάσης Βλαβιανός, ο Αλέξανδρος Βαμβούκος και η Ζωή Μυλωνά.

Το δίχως άλλο, η «Χριστουγενιάτικη ιστορία» μπαίνει στην κορυφή της λίστας των φετινών εποχικών θεαμάτων για όλη την οικογένεια – αν και θα μπορούσε κάλλιστα να παραμείνει στο ρεπερτόριο του Εθνικού θεάτρου και για τις επόμενες σεζόν.

Γιατί να το δω:
-Για την ατόφια συγκίνηση.
-Για το μαγικό αισθητικό σύμπαν.
-Για την πολυποίκιλη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου.
-Για τον απόλυτο σκηνοθετικό έλεγχο όλων των πτυχών της παράστασης.

Πηγή : Topsirto

 

RELATED ARTICLES

Most Popular

WE RECOMMENT FOR YOU