Home Θέατρο Είδα: τα «Μελίσσια» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη

Είδα: τα «Μελίσσια» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη

0

Μια παράσταση που «διάβασε» πιστά το κείμενο, παραβλέποντας τα μαγικά κλειδιά που κρατάει κάθε σκηνοθέτης στα χέρια του.

Τα «Μελίσσια» του Αλέξη Σταμάτη είναι ένα σύγχρονο νεοελληνικό κείμενο που εμφανίζει δραματουργικό ενδιαφέρον, έχει κωμικές ανάσες και περιλαμβάνει αρκετές συγκρουσιακές σχέσεις. Έχει ωστόσο και δραματουργικές αδυναμίες, οι οποίες φάνηκαν εξαιρετικά έντονα στην αμήχανη και αρκετά άρρυθμη σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη.

Στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου είναι στημένο ένα υπνοδωμάτιο που δηλώνει σαφώς την αστική καταγωγή του ενοίκου του. Η ιστορία αφορά στην Αγάπη, που είναι συγγραφέας. Κατάκοιτη στο κρεβάτι του υπνοδωματίου της ζει με τη συντροφιά και την παρέα του Στέργιου, του βοηθού της που την φροντίζει. Όταν αποφασίζει να ανακοινώσει στα παιδιά της, Ειρήνη και Κυριάκο, ότι πεθαίνει, προκύπτουν διαδοχικές αντιδράσεις και αποκαλύψεις, που κορυφώνονται με την άφιξη της Ιόλης. Επειδή, όμως, τελικά τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, η Αγάπη κρατάει και πάλι την τράπουλα στα χέρια της και είναι έτοιμη να ξαναμοιράσει τα χαρτιά.

Η έναρξη της παράστασης ήταν κουραστική και αμήχανη (διάρκειας 20’) με έναν μονότονο διάλογο ανάμεσα στην Αγάπη και τον Στέργιο, χωρίς τίποτα να υπογραμμίζεται στη σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα. Και στην πορεία της όμως η παράσταση κύλησε άρρυθμα, χωρίς ο σκηνοθέτης να δημιουργεί κορυφώσεις (με μοναδική εξαίρεση τη σκηνή μεταξύ του Κυριάκου και του Ανέστη, συζύγου της Ειρήνης), ενώ δεν αναδείχθηκαν ούτε τα κωμικά σημεία του έργου, που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως αντίποδας στα όσα συνέβαιναν.

Πέραν της αμήχανης σκηνοθεσίας, και οι ηθοποιοί συνέβαλαν στο αποτέλεσμα, δηλαδή στη δημιουργία μιας παράστασης χωρίς εντάσεις, αλληλουχία γεγονότων και κορυφώσεις. Η Αγάπη της Μπέτυς Αρβανίτη είχε αρκετές καλές στιγμές, αλλά σε πολλά σημεία φαινόταν σαν να της ξέφευγε η «στιγμή», το σωστό σημείο στο οποίο δεν έπρεπε απλώς να ατακάρει, αλλά και να απογειώσει το κείμενο. Η Ειρήνη της Μαρίας Κεχαγιόγλου έμοιαζε να μην πατάει καλά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όχι μόνον στο ρόλο της, αλλά ούτε καν στα ρούχα και τα παπούτσια της. Κινούνταν και μιλούσε σαν να περιέφερε με δυσκολία και προσπάθεια τα ρούχα, τα παπούτσια, ακόμα και τα μαλλιά της, με αποτέλεσμα να είναι τόσο απορροφημένη στο να σταθεί στη σκηνή, ώστε έχανε την ουσία του ρόλου της. Ο Ανέστης του Νίκου Αρβανίτη εμφανίστηκε επίσης ασταθής στην αρχή (έδινε την εντύπωση ότι δεν ήξερε πώς να σταθεί και να κινηθεί στο χώρο), αλλά στην πορεία μπήκε πολύ καλύτερα στο ρόλο του σύγχρονου τυχοδιώκτη με τη μορφή ενός comme-il faut διαφημιστή. Ο Κυριάκος του Κώστα Βασαρδάνη είχε πολλές καλές στιγμές, αν και αρκετές ήταν και οι στιγμές που έμοιαζε σαν να περίμενε κάτι που τελικά δεν ήρθε. Εξαιρετική η Ιρις της Νεφέλης Κουρή, η οποία έδωσε ζωντάνια, φρεσκάδα και ρυθμό. Τέλος, ο Άντρας του Νίκου Χατζόπουλου υπήρξε σαφώς καλύτερος στο δεύτερο μέρος, λαμβάνοντας υπόψη και τη δυσκολία να παίζει κάποιος φορώντας μάσκα στο μισό του πρόσωπο.

Το σκηνικό της Νατάσσας Παπαστεργίου υπήρξε δηλωτικό της κοινωνικής ταυτότητας των ηρώων του έργου, ενώ στο τέλος απέκτησε και αλληγορικό ρόλο αποδίδοντας τόσο τα συναισθήματα της ηρωίδας, όσο και την πραγματικότητα. Πολύ ενδιαφέροντα και δηλωτικά του κάθε ρόλου επίσης ήταν και τα κοστούμια της, ξεχωρίζοντας τα ρούχα που φορούσε ο Ανέστης και η Ιόλη. Σημαντικός τέλος ήταν ο ρόλος των φωτισμών (Βασίλης Κλωτσοτήρας).

Συνολικά, πρόκειται για μια παράσταση που «διάβασε» πιστά το κείμενο, παραβλέποντας τα μαγικά κλειδιά που κρατάει κάθε σκηνοθέτης στα χέρια του. Πρόκειται για μια τίμια παράσταση, η οποία όμως δεν ξεκολλάει τα πόδια της από τη γη σε καμία στιγμή.

Πηγή : Tsopirto