Home Συνεντεύξεις 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Συνέντευξη Τύπου οι σκηνοθέτες Στέλιος Κούλογλου (Απόδραση από την Αμοργό), Σταμάτης Τσαρουχάς (Ο εθνικός Κωστής Παλαμάς – Το υπέρτατο λουλούδι του λόγου), Παναγιώτης Ευαγγελίδης (La vida pura) και Γιάννης Κολό

17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Συνέντευξη Τύπου οι σκηνοθέτες Στέλιος Κούλογλου (Απόδραση από την Αμοργό), Σταμάτης Τσαρουχάς (Ο εθνικός Κωστής Παλαμάς – Το υπέρτατο λουλούδι του λόγου), Παναγιώτης Ευαγγελίδης (La vida pura) και Γιάννης Κολό

0

Αρχικά πήρε τον λόγο ο Γιάννης Κολόζης, που αναφέρθηκε στον Σέρχιο Κοντρέρας, ήρωα της ταινίας του Un Condor, ο οποίος έφυγε από τη Χιλή το 1973, μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέτ, αυτοεξόριστος, για να επιστρέψει στη χώρα του 38 χρόνια αργότερα. Ο σκηνοθέτης εξήγησε σχετικά: «Η φυγή του έγινε προφανώς στο πλαίσιο του πραξικοπήματος του Πινοτσέτ, καθώς ο Σέρχιο, 17 χρονών τότε, ήταν πολιτικοποιημένος από νέος. Μόλις έγινε το πραξικόπημα έπρεπε να πάει φαντάρος. Βλέποντας τι γινόταν στη Χιλή αποφάσισε να μην το κάνει και να φύγει, αλλιώς ως αντιρρησίας θα οδηγούνταν στη φυλακή ή στην εξορία. Ο Σέρχιο έχει γενικά τάσεις φυγής. Δεν ήταν απλά η φυγή για πολιτικούς λόγους που τον παρακίνησε, αλλά το ταξίδι. Θα μπορούσε να έχει γυρίσει νωρίτερα, αλλά γενικά παίρνει το χρόνο του. Γι’ αυτό και κατάφερε να επιστρέψει μετά από 38 χρόνια. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, δεν είχε ανθρώπους να επικοινωνεί στην πατρίδα του, είχε θέματα με την οικογένειά του. Αποφάσισε να γυρίσει μετά από πολλή σκέψη κι αφού είχε πέσει πριν από πολλά χρόνια η δικτατορία στη Χιλή». Στην ερώτηση για το τι σημαίνει πατρίδα για τον ήρωά του, ο κ. Κολόζης απάντησε: «Νομίζω κάπως ταιριάζουν στο θέμα αυτό οι απόψεις μας. Πατρίδα για τον Σέρχιο είναι όπου βρίσκει ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να συνυπάρξει. Ήρθε εδώ και θα μπορούσε άνετα να μείνει εδώ. Δεν υπάρχει το εθνικό στοιχείο στο μυαλό του. Πατρίδα είναι γι’ αυτόν όπου αισθάνεται ότι έχει λόγο ύπαρξης». Για τις ανάγκες της ταινίας, ο σκηνοθέτης ταξίδεψε σε μέρη της Νότιας Αμερικής που δεν μας είναι πολύ γνωστά. «Οι γονείς του Σέρχιο ζουν κοντά στη Γη του Πυρός, στην άκρη του κόσμου, ενώ άλλα μέλη της οικογένειάς του ζουν στο βορρά. Η Χιλή είναι μία τεράστια λωρίδα γης που εκτείνεται για χιλιάδες χιλιόμετρα από το Βορρά στο Νότο. Ξεκινήσαμε από το Πούντο Αρένας και φτάσαμε ψηλά ως τις Άνδεις. Και στα μάτια του ήρωα αυτού, πολλά από τα μέρη αυτά ήταν καινούργια. Βασικός σκοπός για μένα ήταν να έχει η ταινία και το στοιχείο του ταξιδιού, κάτι σαν road documentary», παρατήρησε ο σκηνοθέτης.

Το θέμα της εξορίας, με έναν όμως διαφορετικό τρόπο, πραγματεύεται και ο Στέλιος Κούλογλου στην ταινία Απόδραση από την Αμοργό. Ήρωας του ντοκιμαντέρ είναι ο Γεώργιος Μυλωνάς, πρώην υπουργός, ο οποίος στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-74), βρέθηκε εξόριστος στην Αμοργό, ακολουθώντας την τύχη που είχαν χιλιάδες άλλοι αντιφρονούντες. Το 1969 οργανώθηκε μια διεθνής συνωμοσία για την απόδρασή του. Μιλώντας για τον ήρωά του, ο κ. Κούλογλου τόνισε, μεταξύ άλλων: «Ο Γεώργιος Μυλωνάς ήταν μία ξεχωριστή φυσιογνωμία του πολιτικού κόσμου. Δεν ήταν κλασικός πολιτικός. Είχε χιούμορ, ήταν τίμιος και γι’ αυτό διαφορετικός. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν ανελίχθηκε, αν και υπήρξε υπουργός και δεξί χέρι του Γεωργίου Παπανδρέου τη δεκαετία του ‘60. Έτυχε να τον γνωρίσω στο παρελθόν, μου έδωσε μάλιστα το βιβλίο του που κυκλοφορούσε στα αγγλικά και από τότε ήξερα την ιστορία του. Η ιστορία του δεν είναι από τα κλασικά θέματα με τα οποία συνήθως ασχολούμαι, αλλά επειδή μου έλεγαν όλοι “φεύγουμε από τις ταινίες σου με μία γροθιά στο στομάχι”, ήθελα να κάνω κάτι που να έχει happy end». Παράλληλα, ο σκηνοθέτης ήθελε να μεταδώσει ένα πολιτικό μήνυμα. Ο ίδιος επεσήμανε σχετικά: «Επί δικτατορίας υπήρχαν μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα, βαρβαρότητα και γελοιότητα. Αυτά θέλησα να θυμίσω στους Έλληνες». Σχολιάζοντας το γεγονός ότι βλέποντας κανείς το ντοκιμαντέρ νιώθει σαν να βλέπει μυθοπλασία, ο κ. Κούλογλου απάντησε: «Επειδή η ιστορία είχε πάρα πολλά εμπόδια, ψυχολογικές μεταπτώσεις και πολιτική ίντριγκα, κάποια από τα στοιχεία που είχα στη διάθεσή μου τα παρέλειψα για λόγους κινηματογραφικής οικονομίας. Θα γινόταν εξαιρετική κινηματογραφική ταινία αν έβαζε κανείς σε αυτή στοιχεία μυθοπλασίας. Ο άνθρωπος αυτός είχε χιούμορ και ήθος. Έμεινε πιστός στον Γεώργιο Παπανδρέου παρότι του πρότειναν να γίνει πρωθυπουργός. Υπάρχει μάλιστα στην ταινία μία έντονη διαμάχη με τη γυναίκα του, που προσπαθεί να μεσολαβήσει στη δικτατορία για να του δώσουν άδεια κι αυτός αρνείται». Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς χρηματοδοτεί τα ντοκιμαντέρ του, ο κ. Κούλογλου επεσήμανε, μεταξύ άλλων: «Θα έλεγα ότι είμαι παραγωγικός σκηνοθέτης, αλλά χρεοκοπημένος παραγωγός, γιατί -ίσως κακώς- δεν κοιτάζω το οικονομικό, ούτε ψάχνω συμφωνίες ή ξένους συνεργάτες που να συγχρηματοδοτήσουν τις ταινίες. Είχα την ελπίδα ότι τουλάχιστον τα προηγούμενα ντοκιμαντέρ θα αγοράζονταν από διεθνή μέσα ενημέρωσης, καθώς υπήρχε ενδιαφέρον, αλλά και λόγω του ότι ήταν αιχμηρά πολιτικά, δεν έγινε κάτι τέτοιο».

Στο παρελθόν και με πολιτικό προσανατολισμό ταξιδεύει και ο Σταμάτης Τσαρουχάς για τις ανάγκες της ταινίας του Ο εθνικός Κωστής Παλαμάς – Το υπέρτατο λουλούδι του λόγου. Η ταινία αναφέρεται στη ζωή και το έργο του ποιητή Κωστή Παλαμά, αναδεικνύοντας γνωστές και άγνωστες πλευρές της ζωής του και εστιάζοντας στην πολιτική του στάση απέναντι στα ιστορικά και εθνικά ζητήματα της Ελλάδας, από το 1865 ως το 1943. Εξηγώντας τους λόγους που τον ώθησαν να γυρίσει την ταινία, ο κ. Τσαρουχάς επισήμανε: «Ένας μεγάλος άντρας τον περασμένο αιώνα είπε “ανέβηκα στις πλάτες των προγόνων για να ατενίσω το μέλλον”. Με οδηγό αυτή τη φράση, άρχισα να ασχολούμαι με την ιστορία, να αντλώ θέματα από την ελληνική ιστορία. Ο Παλαμάς ήταν πολυσχιδής προσωπικότητα, γνωστός στο ευρύ κοινό για το ποιητικό του έργο. Μου κέντρισε το ενδιαφέρον η πολιτική του στάση απέναντι στα ζητήματα της εποχής του, σε δύσκολες στιγμές, κυρίως μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, την εξέγερση στο Γουδί και τη Μικρασιατική Καταστροφή, εποχή κατά την οποία ο ίδιος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανύψωση του ελληνικού έθνους. Άγνωστη πτυχή επίσης του Παλαμά ήταν ότι σατίριζε τη ρουσφετολογία, τη φαυλότητα και με αυτή την έννοια είναι πολύ επίκαιρος σήμερα». Αναφερόμενος στις δυσκολίες που συνάντησε προκειμένου να παρουσιάσει την προσωπικότητα του Παλαμά στην ταινία, ο κ. Τσαρουχάς εξήγησε: «Προσπάθησα να  ξεπεράσω τις δυσκολίες, εντάσσοντας στην ταινία στοιχεία μυθοπλασίας. Χρησιμοποίησα τον ηθοποιό Ρένο Χαραλαμπίδη, αναπαριστώντας μία συνέντευξη του Παλαμά στην αρχή της ταινίας. Η τελευταία ερώτηση που του κάνει ο δημοσιογράφος είναι ότι τον κατηγορούν ως εθνικιστή. Κι ο Παλαμάς απαντάει ‘’όχι κύριε, δεν είμαι εθνικιστής, φιλόπατρις είμαι’’. Η φιλοπατρία του ήταν αυτό που με εντυπωσίασε σε σχέση και με την ανάγκη που έχουμε σήμερα να αναγνώσουμε ξανά την ιστορία. Διαβάζοντας ιστορία να ξεπεράσουμε τις στιγμές που ζούμε σήμερα».

Σε διαφορετικό κλίμα, ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης ταξίδεψε στη Βαρκελώνη για να καταγράψει στην ταινία La vida pura τη ζωή του ήρωά του, ενός  25χρονου πορνοστάρ. Ο σκηνοθέτης εξήγησε για το χρονικό των γυρισμάτων: «Δεν πλησίασα εγώ τον ήρωά μου, αλλά αυτός. Τον γνώρισα σε ένα φεστιβάλ και με αφορμή μία προηγούμενη ταινία μου, μου είπε ότι του άρεσε το πώς παρουσιάζω στην οθόνη το γυμνό. Συζητώντας μαζί του, ανακάλυψα ότι αυτό που με κεντρίζει πάντα για να κάνω ένα πορτρέτο, είναι το πόσο όλοι μας μπαίνουμε σε στερεότυπα. Όμως τα στοιχεία από το ‘’κοκτέιλ’’ ενός ανθρώπου είναι πολύ διαφορετικά από τα στερεότυπα. Ο ήρωας αυτός, αν και πορνοστάρ, ήταν ένας σπιτόγατος, έκανε σπάνια σεξ, ήταν κολλημένος με την οικογένειά του και ταυτόχρονα κάπως στον κόσμο του. Μου ζήτησε να του γυρίσω μια ταινία πορνό κι εγώ του αντιπρότεινα να κάνω ένα ντοκιμαντέρ. Στην αρχή παρεξηγήθηκε, μετά όμως συμφωνήσαμε. Στην ταινία παρακολουθώ μία πλασματική μέρα του από το πρωί που ξυπνάει μέχρι το βράδυ που συναντάει φίλους του. Είναι πάντως ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας: ένας μοντέρνος νέος γεμάτος τατουάζ, που βγάζει βόλτα το σκυλάκι του, πηγαίνει στη λαϊκή αγορά κλπ. Αυτό αποκαλύπτει ότι όλοι είμαστε άνθρωποι της διπλανής πόρτας κι επίσης ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Ο καημός του ήρωα είναι αν θα ερωτευτεί ποτέ. Αναρωτιέται “θα πεθάνω πριν αγαπήσω”; Είναι ένας ακόμη πίνακας, μία προσωπογραφία στην πινακοθήκη που εκ των υστέρων, ως ντοκιμαντερίστας, ανακαλύπτω ότι φτιάχνω».