Thursday, April 18, 2024
spot_img
HomeΘέατροΣυντευξη του Γιώργου Σκευά

Συντευξη του Γιώργου Σκευά

Η ταινία του Φασμπίντερ «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν» που έγινε θεατρική παράσταση από τον Γιώργο Σκεύα είναι μία κριτική στην «αμνησία» της Γερμανίας για τις φρικαλεότητες του ναζισμού ή μία τραγική ιστορία παθιασμένου έρωτα;

O Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ γεννήθηκε στα συντρίμμια της Γερμανίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στα 36 χρόνια της ζωής του κατάφερε να αφήσει ένα μοναδικό στίγμα στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο. Γύρισε 44 (!) ταινίες όλων των ειδών με χαρακτήρες που ζουν στο κοινωνικό και υπαρξιακό περιθώριο, περιχαρακωμένοι από ασφυκτικές συμβάσεις, οι οποίες τους οδηγούν στην αυτοκαταστροφή και τη βία. Μοναχικός ο ίδιος, ομοφυλόφιλος και «αταίριαστος» με το «οικονομικό θαύμα της γερμανικής ανασυγκρότησης» που συντελούνταν γύρω του χωρίς καμία ενδοσκόπηση για το «τι πήγε στραβά», στράφηκε στην κοινωνική κριτική μέσα από σκοτεινά και σκληρά «μελοδράματα», τα οποία αποτυπώνουν την ανθρώπινη αδυναμία να δεχτεί τη συντριβή και να θρηνήσει πάνω από τα ερείπια των συναισθημάτων της. O Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ πέθανε το 1982 από υπερβολική δόση κοκαΐνης και υπνωτικών χαπιών, αφήνοντας μία εμβληματική φιλμογραφία για τον «Νέο Γερμανικό Κινηματογράφο». «Ο Γάμος της Μαρίας Μπράουν» του 1978 με πρωταγωνίστρια τη Χάνα Σιγκούλα, ήταν η πιο «δημοφιλής» στο ευρύτερο κοινό δημιουργία του.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας παρουσιάζει φέτος στο «Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής» την ταινία στη θεατρική της διασκευή. Ήταν μία πρόκληση που απαίτησε την πολύμηνη μελέτη των «πηγών» έμπνευσης του Φασμπίντερ και την εξεύρεση πρωτότυπων «λύσεων» στα πολλαπλά προβλήματα που παρουσιάζει η μεταφορά και σκηνοθεσία για το θέατρο ενός κινηματογράφου έργου με δεκάδες εξωτερικά γυρίσματα σε φυσικούς χώρους. Ο Γιώργος Σκεύας μίλησε στο tospirto.net για αυτή την πρόκληση που τελικά απέδωσε μία πρωτότυπη, άκρως ενδιαφέρουσα και άξια περαιτέρω ανάλυσης παράσταση.

Πότε είχατε δει την ταινία του Φασπίντερ και τι συναισθήματα σας είχε δημιουργήσει;
Την είχα δει πριν από πολλά χρόνια, όπως και τις άλλες ταινίες του Φασμπίντερ, και ομολογώ ότι δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό να την κάνω θεατρικό έργο και παράσταση γιατί απλά ήταν μία ταινία που δεν γίνεται θέατρο.

Παράδοξο ακούγεται…
Αυτό θέλω να τονίσω. Συνήθως όταν μεταφέρονται ταινίες στη θεατρική σκηνή είναι έργα με θεατρική μορφή, έχουν δηλαδή τη δράση τους σε εσωτερικούς χώρους και βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στους διαλόγους. Τα έργα του Μπέργκμαν, για παράδειγμα, προσφέρονται για θεατρική μεταφορά. Ο Φασμπίντερ πραγματικά είχε γράψει πολλά θεατρικά έργα και ορισμένες ταινίες του, όπως «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Κάντ», βασίζονται σε θεατρικά έργα. Ο «Γάμος της Μαρίας Μπράουν», όμως, ήταν μία από τις πιο «κινηματογραφικές» δημιουργίες του Φασμπίντερ, γυρισμένη σε πολλούς ανοιχτούς χώρους με σκηνές πλήθους. Ήταν μία ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, που ο ίδιος ο Φασμπίντερ δεν πίστευε ότι θα είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία και θα τον έβαζε στον παγκόσμιο χάρτη των σημαντικών κινηματογραφιστών.

Πώς ξεκινάτε να δουλεύετε τη θεατρική μεταφορά της, κάτι που δεν είχε επιχειρηθεί μέχρι σήμερα;
Είτε δουλεύω για το θέατρο, είτε για το σινεμά, είτε για το ντοκιμαντέρ, ξεκινώ πάντα από μία πολύ μεγάλη έρευνα, όχι απαραίτητα ακαδημαϊκή, αλλά με βάση το ένστικτο και τις ανάγκες του συγκεκριμένου έργου που θέλω να παρουσιάσω. Πηγαίνω σε δρόμους που πιστεύω ότι είναι αναγκαίο να ακολουθήσω για να φτάσω στις πηγές έμπνευσης της δημιουργίας του έργου. Το να αναζητήσεις «τι είναι αυτό που συγκίνησε τον δημιουργό», είναι προϋπόθεση για να περάσεις στη συνέχεια στη δική σου «περιοχή» δημιουργίας, όπου πλέον θα μπορείς να κινηθείς πιο ελεύθερα.

Σε αυτή την έρευνα αναζήτησης της «πηγής» δημιουργίας, ποιόν εντοπίσατε ως σημαντικό σταθμό;
Ήταν η ταινία «Η Γερμανία το Φθινόπωρο», ένα ημι-ντοκιμαντέρ καταγγελίας του αντιτρομοκρατικού κράτους της Γερμανίας την εποχής της RAF, των Μπάαντερ-Μάινχοφ και των «λευκών κελιών» που γυρίστηκε από τους κυριότερους εκπροσώπους της γερμανικής αμφισβήτησης στον χώρο του κινηματογράφου, Φασμπίντερ, Σλέντορφ, Κλούγκε κ.ά. Ο Φασμπίντερ συμμετείχε με ένα ημίωρο φιλμ, από τα πιο προσωπικά του, όπου τον βλέπουμε να μιλά για τα γεγονότα, δείχνοντας τον εαυτό του με τον εραστή του στο διαμέρισμα όπου ζούσαν με ένα τρόπο «σινεμά βεριτέ». Μαζί είχε και μία «συνέντευξη» / συζήτηση (κάποιοι την είπαν «ανάκριση») με την μητέρα του, ρωτώντας την επίμονα για την πολιτική κατάσταση και πως αυτή διαμορφώθηκε στη Γερμανία. Η μητέρα του και η διαδρομή της, ήταν πολύ σημαντική για τον Φασμπίντερ και νομίζω έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη σύλληψη της ιδέας του «Γάμου της Μαρίας Μπράουν».

Θα μπορούσε η μητέρα του Φασμπίντερ να είναι η Μαρία Μπράουν;
Σε συνεντεύξεις του είχε πει ότι η «Μαρία Μπράουν» είναι η ιστορία της μητέρας του. Το σενάριο της ταινίας άλλωστε, πριν πάρει οριστική μορφή, είχε τους τίτλους «Οι άντρες της Μαρίας Μπράουν», «Η ιστορία των Γονιών μας» και «Η ιστορία της μητέρας μου». Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο Φασμπίντερ είχε την ιδέα της ταινίας και την βασική πλοκή της αλλά ήθελε να πάρει και κάποια απόσταση, αναθέτοντας τη συγγραφή του σεναρίου στο ζευγάρι Pea Fröhlich και Peter Märthesheimer (που ήταν και ο παραγωγός του).

Ποιες ήταν οι βασικές επιρροές της κινηματογραφικής γραφής του Φασμπίντερ στη «Μαρία Μπράουν»;
Οι καλοί γνώστες του κινηματογράφου διακρίνουν σε κάθε σκηνή της ταινίας – για να μην πω σε κάθε πλάνο – μία αναφορά. Είναι ένα φοβερό παιχνίδι σινεφιλικών αναφορών και επιρροών. Η ταινία είναι «είδους» με σαφείς αναφορές σε ταινίες για μοναδικές γυναίκες που ζούσαν έναν μεγάλο έρωτα και περνούσαν από απίστευτες δοκιμασίες και τραγικές καταστάσεις. Πρόκειται για μία μορφή μελοδράματος που υπηρέτησε το Χόλυγουντ, δίνοντας θαυμαστές ταινίες τις δεκαετίες του ‘40 και το ’50, όπως εκείνες του Ντάγκλας Σερκ («Imitation of Life», «All that Heaven Allows» κ.α.). O Σερκ ήταν πρότυπο για τον Φασμπίντερ (μάλιστα συνεργάστηκαν κάποια στιγμή όταν ο Σερκ εγκατέλειψε το Χόλυγουντ και επέστρεψε στη Γερμανία) και προσπάθησε να μιμηθεί τη φόρμα των ταινιών του. Ο Φασμπίντερ λάτρευε επίσης το μοτίβο της «Περιφρόνησης» του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Η «Μαρία Μπράουν» έχει πολλές επιρροές και από αυτή την ταινία με την Μπριζίτ Μπαρντό και τον Μισέλ Πικολί.

Για τη δική σας θεατρική διασκευή της ταινίας, που αναζητήσατε «πηγές»;
Στη λογοτεχνία με τη μορφή του θεατρικού κειμένου, αλλά και του μυθιστορήματος. Προσπάθησα να βρω τις ρίζες των χαρακτήρων, της πλοκής και την ατμόσφαιρας της εποχής. Για παράδειγμα, άντλησα έμπνευση από το έργο «Έξω από την Πόρτα» του πολύ σημαντικού συγγραφέα και ποιητή Wolfgang Borchert. Εκεί υπάρχει η ιστορία ενός στρατιώτη που επιστρέφει στο σπίτι του τραυματισμένος μετά από τον πόλεμο και ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του, που τον θεωρούσε νεκρό, έχει συνεχίσει τη ζωή της. Είναι ένας «μύθος» που επανέρχεται στη γερμανική λογοτεχνία από πολλούς δημιουργούς, όπως ο Μπρεχτ. Ο Borchert μου έδωσε την «πηγή» για να κάνω τη δική μου «μετατόπιση» της ταινίας του Φασμπίντερ και να παρουσιάσω τον Χέρμαν να επιστρέφει στο σπίτι του με πατερίτσα, τραυματισμένο στον πόλεμο, χωλό – κάτι που δεν υπάρχει στην ταινία. Ο Χέρμαν γενικά στην ταινία παρουσιάζεται ως ήρωας χωρίς παρελθόν – ελάχιστα μαθαίνουμε για αυτόν. Στη θεατρική διασκευή θέλησα να του δώσω πιο σαφές σχήμα, παίρνοντας αφετηρία από το «Μπιλιάρδο στις 9 και μισή» του Heinrich Böll, όπου μία οικογένεια τριών γενιών αρχιτεκτόνων αναζητά το κοινό παρελθόν της μέσα από τις διαφορετικές θεωρήσεις των γεγονότων. Ο Χέρμαν στη θεατρική μετασκευή είναι λοιπόν αρχιτέκτονας…

Και το μπιλιάρδο είναι βασικό στοιχείο στη σκηνή του «Θεάτρου Κυκλάδων» και στη δράση της παράστασης…
Είναι το «παίγνιο» με κάθε δυνατή υπονόηση. Το παιχνίδι που «πρέπει να παιχτεί με κανόνες», το παιχνίδι που δεν μπορείς να παίξεις, αν πρώτα δεν μάθεις τον τρόπο για να το παίζεις, το παιχνίδι που βγάζει νικητές και ηττημένους…

Στην παράσταση παρουσιάζετε και τον «γιατρό», ένα πρόσωπο μάλλον ασήμαντο στη ταινία, ως δρώντα χαρακτήρα της εποχής.
Ανέπτυξα τον χαρακτήρα γιατί θεώρησα ότι είχε τεράστιο ενδιαφέρον για την «αμνησία» του γερμανικού λαού την περίοδο της ανοικοδόμησης. Οι Γερμανοί δεν ήθελαν ή φοβόντουσαν να κοιτάξουν πίσω και έτσι αποφάσισαν να κοιτάξουν μόνο μπροστά, σε ένα μέλλον χωρίς «τύψεις» για την καταστροφή που οι ίδιοι προκάλεσαν. Είναι αυτό που αναλύθηκε σε πολλά δοκίμια ως «ανικανότητα του πενθείν». Οι Γερμανοί «βάφτισαν» την ήττα και την καταστροφή τους ως χρόνο «μηδέν» και ξεκίνησαν από αυτό το μηδέν να χτίζουν, χωρίς να κοιτάζουν πίσω. Ακρωτηρίασαν τη μνήμη και τα συναισθήματά τους. Η φράση «έμαθα να ξεχνάω» είναι κομβική στο έργο.

Μεταφέρετε την ατμόσφαιρα της εποχής με την προβολή αρχειακών ντοκιμαντέρ. Πώς κάνατε την επιλογή του υλικού;
Δουλεύω πάρα πολλά χρόνια με αρχειακό υλικό, καθώς με γοητεύει πολύ η χρήση του. Στα «Γυμνά Χέρια» (σ.σ. η ταινία του Γιώργου Σκεύα για τον κορυφαίο Έλληνα μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο με τον Λευτέρη Βογιατζή) επιχείρησα τη μίξη αρχειακού υλικού με καθαρά μυθοπλαστικά στοιχεία. Βλέπω τις ψηφίδες του αρχείου, όχι ως μέσο τεκμηρίωσης ενός γεγονότος ή μίας άλλης εποχής, αλλά ως στοιχείο που μπορεί να δημιουργήσει μία νέα αφήγηση. Στη Μαρία Μπράουν επέλεξα αρχειακό υλικό που θα μπορούσε να «συνομιλήσει» με αυτά που συμβαίνουν στη θεατρική δράση.

Ο «Γάμος της Μαρίας Μπράουν» είναι μία κριτική στην αμνησία της Γερμανίας ή μία ιστορία παθιασμένου έρωτα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο;
Ο Φασμπίντερ σαφώς ήθελε να μιλήσει για τη χώρα του μέσα από αυτή την ιστορία – μην ξεχνάτε ότι γεννήθηκε τον χρόνο που τέλειωσε ο πόλεμος και η ανασυγκρότηση τον σημάδεψε. Το έργο όμως έχει έναν κεντρικό χαρακτήρα, μία φιγούρα απίστευτα ξεχωριστή, σύνθετη και ταυτόχρονα εξαιρετικά απλή, μία γυναίκα που λέει πάντα την αλήθεια, ακόμα κι όταν ψεύδεται, λέει τη δική της αλήθεια. Είναι μία γυναίκα που δεν προσπαθεί να επιβιώσει αλλά κάνει τα πάντα για να υπερασπιστεί το μοναδικό συναίσθημα που της έχει απομείνει όταν όλα γύρω της έχουν καταρρεύσει, τον εμμονικό έρωτά της για έναν άντρα.
Ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο που με έκανε να διασκευάσω και να ανεβάσω το έργο: η αναγωγή του στον ρομαντισμό του 19ου αιώνα με την εξιδανίκευση και την αναζήτηση του απόλυτου έρωτα. Η Μαρία Μπράουν θέλει την απόλυτη ένωση στον έρωτα και δικαιώνει, «νομιμοποιεί» κάθε πράξη της στο όνομά του. Ο έρωτας είναι επάνω από τα πάντα. Είναι ένα ιδανικό που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί παρά μόνο εκτός των συνθηκών αυτής της ζωής, όταν περνά στο χώρο των ιδεών και του απείρου…

Πήγη: tospirto

RELATED ARTICLES

Most Popular

WE RECOMMENT FOR YOU