Thursday, April 25, 2024
spot_img
HomeΘέατροΣύντευξη του Ακύλλα Καραζήση μιλά για τον κωμικό Μικάδο και το λυτρωτικό...

Σύντευξη του Ακύλλα Καραζήση μιλά για τον κωμικό Μικάδο και το λυτρωτικό γέλιο της ψυχής

«Προσωπικά δεν αναπολώ τις εποχές της πλαστής ευφορίας. Ο κόσμος της απόλυτης κατανάλωσης δεν είναι το ιδανικό μου. Για εμένα το ιδανικό είναι ο κάθε άνθρωπος να έχει το δικαίωμα στην έκφραση και στη δημιουργικότητα».

Ο σπουδαίος ηθοποιός και σκηνοθέτης Ακύλλας Καραζήσης σκηνοθετεί τη μουσική ομάδα Ραφή στο πρώτο ανέβασμα του «Μικάδου» των Γκίλμπερτ και Σάλλιβαν στα ελληνικά από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Σε ένα διάλειμμα προβών, μίλησε στο spirto.net για τη διαφορά του βιομηχανοποιημένου από το πηγαίο και λυτρωτικό γέλιο, το αναφαίρετο δικαίωμα της έκφρασης του καθενός, την ουτοπία που πιστεύει, τις αλλαγές στον ελληνικό θέατρο που γεννήθηκαν στο «Αμόρε», τους νέους ταλαντούχους δημιουργούς αλλά και το δικαίωμα ενός εργάτη να σταματήσει για λίγο τη δουλειά στο εργοστάσιο για να τραγουδήσει και να χορέψει. Έστω κι ας παραχθούν λιγότερα αυτοκίνητα…

Κωμική όπερα, οπερέτα, μουσικό θέατρο, τι είναι αλήθεια ο Μικάδος;
Δεν είμαι ο κατ’ εξοχήν ειδικός για να τον κατατάξω σε «είδος». Θα έλεγα ότι ανήκει στο εγγλέζικο μουσικό θέατρο του 19ου αιώνα, που ονομάζεται μεν «κωμική όπερα» αλλά δεν απέχει πολύ από τη μορφή του μιούζικαλ που γνωρίζουμε όλοι. Έχει πάρα πολύ τραγούδι αλλά και πάρα πολύ θεατρική πρόζα. Οι διάλογοί του είναι εξαιρετικά κωμικοί.

Κωμικό έργο με απειλές αποκεφαλισμών, ίντριγκες και… «απαγόρευση του φλερτ», πως γίνεται κύριε Καραζήση;
(γελάει) Με τη θεατρική ορολογία θα το έλεγα φάρσα. Όχι κωμωδία, όπως για παράδειγμα έργα του Τσέχωφ, αλλά φάρσα. Η ιστορία διαδραματίζεται σε μία μακρινή Ιαπωνία – εξωτική και μυστηριακή, όπως την φαντάζονταν παλιά – όπου απαγορεύεται το φλερτ επί ποινή αποκεφαλισμού. Η βασική συνθήκη του έργου, αυτή η παράλογη και παράδοξη «απαγόρευση», εισάγει τους θεατές αυτόματα στο είδος της φάρσας.

Αποκεφαλισμούς δεν θα δούμε δηλαδή;
(νέα γέλια) Όχι, δε θα δείτε. Το έργο ξεκινά όταν οι κάτοικοι της Ιαπωνίας προσπαθούν να βρουν λύση για το ποιος θα είναι ο δήμιος που θα εφαρμόσει την απόφαση του Μικάδο (του αυτοκράτορα), όταν όλοι λίγο – πολύ έχουν παραβιάσει την απαγόρευση του φλερτ. Παράλληλα ξετυλίγεται το άλλο κεντρικό νήμα του έργου που είναι ο έρωτας του γιου του αυτοκράτορα Μικάδου προς την Γιαμ Γιαμ, την προστατευόμενη του «αρχι-δήμιου». Είναι ένας «έρωτας με εμπόδια», αφού ο διάδοχος το έχει σκάσει – μεταμφιεσμένος – από τον πατέρα του, επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί τη γυναίκα που του είχε επιλέξει εκείνος. Γίνεται λοιπόν ένα απίστευτο «κουβάρι» που βγάζει πάρα πολύ γέλιο.

Η παράσταση είναι τοποθετημένη στο σήμερα;
Είναι άχρονη, τα κοστούμια παραπέμπουν στην Μαοϊκή Κίνα και την πολιτιστική επανάσταση, που είχε αρκετές παράλογες «απαγορεύσεις».

Έχετε κάνει πάρα πολύ διαφορετικά πράγματα στο θέατρο, αλλά, αν δεν κάνω λάθος, είναι η πρώτη φορά που ασχολείστε με αυτό το είδος της μουσικής παράστασης.
Τόλμησα να το κάνω γιατί είναι ένα είδος μιούζικαλ και όχι «αυστηρής» όπερας. Η πρόταση ήρθε από την εξαιρετική μουσική ομάδα «Ραφή» και ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία για εμένα να συνεργαστώ με νέους και ταλαντούχους ανθρώπους, από τους οποίους, δεν σας κρύβω, ότι πήρα πάρα πολλά πράγματα στις πρόβες. Οι περισσότεροι είναι μουσικοί – στην πραγματικότητα μόνο ένας είναι ηθοποιός – αλλά θα εκπλαγείτε από το πόσο καλά παίζουν στην παράσταση. Είναι πραγματικά ταλαντούχοι.

Έχουμε ανάγκη αυτή την εποχή από μία ευχάριστη παράσταση, έτσι;
Πάντα την είχαμε. Σκεφτείτε τα παλαιά «μπουλούκια». Γιατί πήγαινε ο κόσμος στις παραστάσεις τους; Για να γελάσει ή να κλάψει. Το ομαδικό γέλιο βέβαια έχει δύο όψεις: εκείνη της απελευθερωτικής εμπειρίας και εκείνη της κακής ψυχαγωγίας που σε ενσωματώνει ακόμα περισσότερο στις συνθήκες που σε διαλύουν. Ένας καπιταλισμός, για παράδειγμα, που διαλύει τα πάντα, έχει ανάγκη από έναν μηχανισμό ψυχαγωγίας που «διασκεδάζει» τους ανθρώπους για να ξεχάσουν ότι «ξυλοκοπιούνται». Αυτού του είδους η ψυχαγωγία, ας την ονομάσουμε πρόχειρα «συστημική», που σκοπό έχει «να ξεχαστούμε για λίγο» δεν μου αρέσει. Όχι, δεν μου αρέσει το να πάμε κάπου για να ξεχαστούμε. Πάμε κάπου για να σκάσουμε στα γέλια. Πάμε για να μεθύσουμε. Πάμε για να ερωτευτούμε. Με την ψυχή μας. Το γέλιο είναι μία πραγματική εσωτερική εμπειρία, όπως ο έρωτας.

Εσείς, με τι γελάτε;
Γελάω με τα πάντα. Ακόμα και σε στιγμές μεγάλης έντασης, αντί να βγάλω εκνευρισμό, βγάζω ένα βρογχο-γέλιο. Κάποιες φορές μάλιστα οι συνομιλητές μου το παρεξηγούν. Το γέλιο όμως γειτνιάζει με το κλάμα. Είναι και τα δύο, ακραίες εκφράσεις εξωτερίκευσης συναισθημάτων.

Για το ειρωνικό γέλιο, ποια είναι η γνώμη σας;
Δε γελάω ποτέ ειρωνικά ή σαρκαστικά. Δεν μου αρέσουν αυτά τα γέλια. Εγώ γελάω από τη χαρά μου. Βλέπω, για παράδειγμα, τους ηθοποιούς/μουσικούς του Μικάδο να βγάζουν αυθόρμητα κάποια πράγματα στις πρόβες και γελάω γιατί χαίρομαι που το κάνουν.

Το να τραβήξει κάποιος την καρέκλα από έναν ηλικιωμένο που πάει να καθίσει, είναι για γέλιο;
Αυτό είναι αντανακλαστικό γέλιο. Αν ο ηλικιωμένος είναι ένας ηθοποιός που παριστάνει τον ηλικιωμένο μπορεί και να γελάσω. Στην πραγματική ζωή δε βρίσκω τίποτα αστείο να κινδυνέψει κάποιος άνθρωπος να σπάσει το γοφό του.

Έχετε παρακολουθήσει youtubers να προσπαθούν να προκαλέσουν το γέλιο με τέτοιες ανόητες πλάκες και χοντροκοπιές;
Και παλαιότερα η ψυχαγωγία δεν ήταν πολύ πιο ποιοτική από τους youtubers. Πάντα υπήρχε ένα κομμάτι που άνηκε στην πολιτισμική βιομηχανία. Η βιομηχανία όπλων και η βιομηχανία καταναλωτικών αγαθών γειτνιάζει απόλυτα με τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας. Το γέλιο που επιλέγω εγώ απέναντι στο βιομηχανοποιημένο, είναι το απελευθερωτικό.

Δε θα αμφισβητήσετε, νομίζω, ότι ζούμε σε μία καταθλιπτική εποχή. Πολύς κόσμος τα βγάζει δύσκολα πέρα, κανένας δεν είναι σίγουρος για το αύριο… Μία κατάσταση πολύ γκρίζα.
Η ζωή μας πραγματικά έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Για κάποιους έχει αλλάξει δραματικά. Έχουμε περάσει όμως και πολύ πιο δύσκολες περιόδους από αυτή που ζούμε σήμερα. Προσωπικά δεν αναπολώ τις εποχές της πλαστής ευφορίας. Ο κόσμος της απόλυτης κατανάλωσης δεν είναι το ιδανικό μου. Για εμένα το ιδανικό είναι ο κάθε άνθρωπος να έχει το δικαίωμα στην έκφραση και στη δημιουργικότητα. Αυτό δεν υπήρχε ούτε πριν, ούτε τώρα.

Μπορεί να εκπληρωθεί αυτό το δικαίωμα;
Εγώ είμαι ουτοπιστής. Στα νιάτα μου ήμουν κουμουνιστής και εξακολουθώ να παραμένω ουτοπιστής αλλά όχι κουμουνιστής. Στη δουλειά μου πάντα αυτό προσπαθώ να κάνω: να δώσω στον εαυτό μου χώρο να εκφραστεί και να δημιουργήσει και να αφήνω χώρο στους γύρω μου να κάνουν το ίδιο. Από όλους τους «ρόλους» μου αυτό προσπαθώ, είτε ως σκηνοθέτης, είτε ως ηθοποιός, είτε ως πατέρας, ως σύντροφος, ο,τιδήποτε…

Θα μπορούσε να ισχύσει το ίδιο και σε ένα σύνολο;
Δεν μπορώ να μιλήσω για το σύνολο παρά μόνο για τις μικρές κοινότητες που συμμετέχω, όπως η κοινότητα του «Μικάδου», η κοινότητα του «Γλάρου», η κοινότητα του σπιτιού μου… Δεν μπορώ να μιλήσω για τον κόσμο γενικά, γιατί ο «κόσμος» είναι μία πολύ αυθαίρετη έννοια. Ο «κόσμος», ο «λαός», η «κοινή γνώμη» είναι λεκτικές κατασκευές που χρησιμοποιούνται ως τρομοκρατικά επιχειρήματα. Όποιος λέει «ο κόσμος θέλει αυτό», στην πραγματικότητα θέλει να υπαγορεύσει στον κόσμο να θέλει κάτι. Προσπαθεί να του το επιβάλλει. Για μένα δεν υπάρχει «κόσμος». Υπάρχει ο κύριος δίπλα μας που διαβάζει το βιβλίο του, οι άνθρωποι έξω που βλέπουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ο νεαρός που έφτιαξε τον καφέ μου… Δεν έχουν ούτε τα ίδια συμφέροντα, ούτε τα ίδια ενδιαφέροντα, ούτε σταθερές απόψεις. Κάποιος την μία ημέρα μπορεί να συμπαθεί την κυβέρνηση για «Χ» λόγους και την άλλη να την αντιπαθεί για «Ψ» λόγους. Είναι δικαίωμα του η αλλαγή της στάσης του αλλά αυτό τον κάνει να μην μπορεί να συμπεριληφθεί σε αυτό που αυθαίρετα ονομάζουν «κόσμος».

Έχετε αισθανθεί την ανάγκη να βγείτε δημόσια και να πάρετε πολιτική θέση για ένα ζήτημα;
Μα το κάνω πάντα με τη δουλειά μου. Ο τρόπος της δουλειάς μου είναι πολιτικός. Πολιτικό για εμένα είναι: έκφραση, δημιουργία, χειραφέτηση. Προσπαθώ λοιπόν μέσα από τη δουλειά μου να χειραφετηθώ πρώτα εγώ ο ίδιος κι αν μπορεί κάποιος να πάρει κάτι από αυτή την προσπάθεια, τότε νιώθω ικανοποίηση. Αν εγώ αρχίσω να χορεύω απόλυτα ελεύθερα μέσα στο χώρο, μπορεί ένας, δύο, τρείς άνθρωποι να αρχίσουν να χορεύουν εξίσου ελεύθερα. Αυτή είναι και η ουτοπία που πιστεύω. Να μπορούν πολλοί να χορεύουν ελεύθερα ή να τραγουδάνε ή να κάνουν οτιδήποτε τους εκφράζει, στον δρόμο, στα γραφεία τους, παντού.

Μα θα τους έλεγαν «σαλεμένους» και «γραφικούς»…
Ναι, κάποιοι θα τους έλεγαν. Υπάρχει ένας ορθολογισμός κι ένας κομφορμισμός που απαγορεύει μία τέτοια έκφραση. Αλλά γιατί αλήθεια; Μήπως γιατί αν κάποιοι αρχίσουν να χορεύουν στα εργοστάσια δε θα βγουν τόσο πολλά Volkswagen; Εγώ πάντως θα προτιμούσα λιγότερα Volkswagen και περισσότερο χορό. Η δίψα για ελευθερία στην έκφραση, ξέρετε, είναι διαχρονική και αυτή οδηγεί τον κόσμο στο θέατρο. Ο κόσμος θέλει να ανέβει στη σκηνή και να παίξει. Όταν πηγαίνει σε μία όπερα αισθάνεται ότι τραγουδάει κι αυτός. Όταν διαβάζει ένα βιβλίο, είναι σαν να το έχει γράψει αυτός. Είναι μία συμμετοχή σιωπηλή, βουβή, άτυπη.

Γιατί όμως να θέλει να ανέβει ένας θεατής στη σκηνή που παίζεται ο «Γλάρος» ή ο «Μικάδο» και όχι ένα καινούργιο, σύγχρονο έργο;
Θα σταθώ ειδικά στον Μικάδο. Θα δείτε κι εσείς ότι είναι ένα ολοζώντανο έργο. Δεν έχει χάσει τίποτα από τα χαρακτηριστικά του στο χρόνο. Είναι μία φάρσα χωρίς χρόνο κατασκευής και ημερομηνία λήξης, με ολόφρεσκη μουσική που σε παρασύρει. Αν αδιαφορούσαμε γι αυτό, θα ήταν σαν να πετούσαμε ένα σπουδαίο κόσμημα από την προγιαγιά μας, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι μοντέρνο ή δεν είναι του τάδε σχεδιαστή. Δεν το θεωρώ σωστό. Πιστεύω ότι με ένα σύγχρονο βλέμμα, μπορεί να κάνεις κλασικά έργα να λάμπουν σαν ολοκαίνουργια. Αν, για παράδειγμα, ανεβάζαμε τον Μικάδο ως γιαπωνέζικο έργο, τότε ναι, θα τον είχαμε καταδικάσει σε ένα στείρο κλασικισμό, που δεν θα έλεγε κάτι στην εποχή μας. Σε αυτή την παράσταση όμως έχουμε μεταφραστή, ηθοποιούς και μουσικούς που ζουν στην εποχή μας και μεταφέρουν το αίσθημα του σήμερα.

Σκηνοθετείτε πολλά χρόνια τώρα παραστάσεις στη Γερμανία, αισθάνεστε, αλήθεια, ότι τη μία ημέρα βρίσκεστε στην μητρόπολη της Ευρώπης και την άλλη στην επαρχία της;
Στα νιάτα μου έζησα 15 χρόνια στη Γερμανία. Στα 32 μου χρόνια, όταν επέστρεψα, είχα ακριβώς την αίσθηση που περιγράψατε. Στο μυαλό μου υπήρχε η ανομολόγητη παραδοχή ότι στη μία πλευρά είναι η Μητρόπολη που κινεί όλα τα νήματα και στην άλλη η επαρχία, όπως η Ελλάδα, που ακολουθεί τις επιταγές της. Ζώντας όμως την αλλαγή στο ελληνικό θέατρο με το «Αμόρε», τον Βογιατζή, τον Μαρμαρινό, τον Παπαβασιλείου, τον Χουβαρδά και άλλους που ξεχνώ να αναφέρω, κυρίως όμως με το «Αμόρε» σε επίπεδο θεατρικής δομής – νέοι άνθρωποι σκηνοθετούσαν ένα άλλο ρεπερτόριο – η Ελλάδα έσπασε το σχήμα της «επαρχιακής Ευρώπης» στα πολιτιστικά πράγματα. Το θέατρο σήμερα στην Ελλάδα και ως εκπαίδευση και ως πρακτική, και ως δραματουργία, και ως σκηνοθεσία, και ως υποκριτική δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα πολύ καλά θέατρα της Ευρώπης.

Οι οικονομικές συνθήκες όμως, φαντάζομαι, είναι άνισες μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης.
Πάρα πολύ. Την εποχή εκείνη όμως που έγινε αυτή η αλλαγή στην Ελλάδα, εκτός από τους ανθρώπους, τις προτάσεις, τον ενθουσιασμό – κακά τα ψέματα – έπαιξαν ρόλο και οι επιχορηγήσεις. Μπορεί να μην έφτασαν ποτέ στο επίπεδο των γερμανικών αλλά ήταν σημαντικές. Οι επιχορηγήσεις κόπηκαν πριν μερικά χρόνια και τώρα ξαναρχίζουν. Μακάρι.

Παρά τη διακοπή των επιχορηγήσεων, βλέπουμε να βγαίνουν και νέα παιδιά, πολύ ταλαντούχα.
Βεβαίως. Βγαίνουν από καλύτερη εκπαίδευση, καλύτερους, πιο φιλελεύθερους γονείς, βαίνουν από μία καλύτερη Ελλάδα γιατί ναι, μπορεί να βρίζουμε τη σημερινή Ελλάδα αλλά είναι πολύ καλύτερη Ελλάδα από εκείνη του ’60, σίγουρα πιο φιλελεύθερη και χειραφετημένη. Η δική μου γενιά, και πολύ περισσότερο οι προηγούμενες, του ’50, του ’60 και του ’70, ζούσαν σε καθεστώς εκφραστικής τρομοκρατίας που δεν υπάρχει ούτε κατά διάνοια σήμερα. Οπότε ναι, μπορεί οι επιχορηγήσεις να κόπηκαν, αλλά οι συνθήκες δημιουργίας ελεύθερης έκφρασης είναι πολύ καλύτερες σήμερα.

Πηγή: tospirto

RELATED ARTICLES

Most Popular

WE RECOMMENT FOR YOU