Tuesday, April 23, 2024
spot_img
HomeΣυνεντεύξειςΣυντευξη του Ρίμα Τούμινα

Συντευξη του Ρίμα Τούμινα

«Μέσα στο θέατρο ο καθένας επιχειρεί να αποβάλλει και να ξεπεράσει τις αμαρτίες του».

Θυμάμαι την πρώτη γνωριμία με τον Ρίμας Τούμινας. Βροχερό χειμωνιάτικο βράδυ στην Αθήνα, στο πάρκινγκ του Badminton, ντυμένος σε μια φαρδιά καμπαρντίνα, σκυμμένος κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα να μένει ολοένα και πιο μόνος καθώς τα αυτοκίνητα εγκατέλειπαν σιγά – σιγά τις θέσεις τους. Θυμάμαι πως πρόφερα το όνομα του λάθος. Θυμάμαι τις παραστάσεις του και την εξάρτηση του από τον Τσέχοφ.
Ο Ρίμας Τούμινας έχει μόλις επιστρέψει στην ίδια πόλη μα σ’ ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο, ζεστό, σχεδόν αφόρητο. Για να προσθέσει ένα καινούργιο επεισόδιο στο προσωπικό μου βιβλίο εντυπώσεων και κυρίως ένα λαμπρό στο δικό του. Ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ιστορικού θεάτρου Vakhtangov (όλοι όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τις μετακλήσεις του στη σκηνή του Badminton έχουν να μιλούν για παραστάσεις – γεγονότα) ετοιμάζεται να κάνει ένα από τα όνειρα του πραγματικότητα∙ να πατήσει το πόδι του στο ιερό χώμα της Επιδαύρου (δικά του τα λόγια) και να σκηνοθετήσει την σημαντικότερη, για πολλούς, αρχαία τραγωδία του «Οιδίποδα τύραννου».
Άνθρωπος του καθήκοντος, όπως αποκαλύπτεται σχεδόν σε κάθε του φράση, αυστηρός μα όχι αταλάντευτος, ολότελα ταγμένος στην τέχνη του, ασκεί την καλλιτεχνική του γενναιοφροσύνη «ως οφείλει» καθώς στέφεται επικεφαλής μιας ελληνορωσικής διανομής, προσπαθώντας να φέρει ξανά σε διάλογο χαμένες αξίες, την αρετή και την τιμή.

Ήταν δύσκολη η απόφαση ν’ αναλάβετε το ιστορικό, για την σκηνή της Ρωσίας, θέατρο Vakhtangov;
Σκηνοθέτησα πρώτη φορά για λογαριασμό του Vakhtangov το 2002. Ο σπουδαίος ηθοποιός Μιχαήλ Ιουλιάνοφ που διηύθυνε το θέατρο εκείνη την εποχή μου ζήτησε ν’ ανεβάσω τον «Επιθεωρητή» του Νικολάι Γκόγκολ. Λίγο αργότερα, μου πρότεινε να αναλάβω και τη διεύθυνση του θεάτρου αλλά αρνήθηκα για ηθικούς λόγους. Το 2007 μου προτάθηκε ξανά η θέση επικεφαλής στο Vakhtangov, όμως ο Μιχαήλ Ιουλιάνοφ είχε ήδη «φύγει» από κοντά μας. Έκτοτε, μέχρι και σήμερα, δέκα χρόνια μετά διευθύνω το Vakhtangov γιατί ένας εμβληματικός ηθοποιός του ρωσικού θεάτρου, όπως ο Ιουλιάνοφ, το ευχήθηκε.

Ποιοι ήταν οι στόχοι σας όταν αναλάβατε αρχικά την καλλιτεχνική διεύθυνση και ποιοι είναι σήμερα;
Πιστεύω σε μια μαγική ιδιότητα που είναι η «εύθραυστη δύναμη του θεάτρου». Δεν επενδύω στην ύπαρξη ενός αυστηρά ασκημένου ανσάμπλ. Δεν νομίζω ότι πρέπει να μεσολαβεί κάποιος καταναγκασμός, κάποιου είδους εγκατεστημένη αυτοπεποίθηση ή ορισμένη επαγγελματική συμπεριφορά. Ίσως φταίει που είμαι σχετικά φρέσκια παρουσία στους κόλπους του Vakhtangov. Αλλά τα παραπάνω δεδομένα με βοηθούν με έναν τρόπο∙ με κρατούν σε μιαν απόσταση από τους ηθοποιούς η οποία είναι απαραίτητη για την δημιουργική διαδικασία. Εξάλλου, αυτή η συνθήκη είναι ένα καλό παράδειγμα για ένα άλλο σημείο στην καλλιτεχνική παραγωγή: Ο ηθοποιός πρέπει να μπαίνει ανά πάσα στιγμή σε μια ανοίκεια συνθήκη και να βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα για να χτίσει τον οποιοδήποτε ήρωα. Κάποιες φορές δε, οι απαιτήσεις δεν αφορούν απλώς έναν χαρακτήρα αλλά την συμμετοχή στην ιδέα ενός συνόλου. Πιστεύω λοιπόν, πως αυτή η φιλοσοφία σχετίζεται με τα ιδρυτικά ιδεώδη του θεάτρου Vakhtangov. Κατά την διάρκεια της 95χρονης λειτουργίας του, το θέατρο έχει καταφέρει να ανταπεξέλθει με περηφάνια σε διαφορετικές και δύσκολες περιόδους στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής αναζήτησης αλλά και της ρωσικής Ιστορίας. Και σε όλες τις εποχές και περιστάσεις η θεμελιώδης αρχή του Vakhtangov ήταν «αν δεν υπάρχει γιορτή δεν υπάρχει θέατρο». Σε ότι με αφορά κάνω ότι περισσότερο μπορώ ώστε να εμποτίσω την θεατρική τέχνη με το αίσθημα της γιορτής, ερευνώ προς την κατεύθυνση μιας «Γιορτής της Ζωής» που μεταφράζεται και σε «Γιορτή του Θεάτρου». Υπό αυτή την έννοια, αυτή η αναζήτηση δεν πρόκειται να είναι σύντομη ή εύκολη. Ωστόσο, ολοένα και κάνουμε βήματα προς τα εκεί. Συνειδητοποιώ ότι η γιορτή της Ζωής – η ζωή σαν Συμπόσιο – μπορεί να είναι ένας στόχος που δεν θα κατακτηθεί ποτέ. Ποιος ξέρει; Μπορεί επίσης να είναι μια ψευδαίσθηση που θα μας απογοητεύσει αν την αγγίξουμε. Είναι σαν να ψάχνει κανείς την Γη της Επαγγελίας. Κι αυτός είναι ο μέγας στόχος του θεάτρου μας.

Ήταν αυτή η αναζήτηση που σας έφερε μέσα στο θέατρο εξ αρχής;
Το θέατρο μπήκε στη ζωή μου αθόρυβα, σαν ένα καθημερινό θαύμα. Μέχρι την ηλικία των 18 ετών, ζούσα και μεγάλωνα στην επαρχία. Στο διάστημα της εφηβείας μου ονειρευόμουν πως είμαι ικανός για πολλά επαγγέλματα. Τότε ίδρυσα ένα θέατρο, στο χωριό μου, χωρίς να ξέρω ότι αυτό είναι πράγματι θέατρο. Κατασκεύασα ένα υπόστεγο, που χωριζόταν από την μια στη σκηνή και από την άλλη στην πλατεία. Ύστερα πρόσθεσα και μια αυλαία. Εκεί άρχισα να αφηγούμαι και να αναπαριστώ λαϊκές ιστορίες. Αυτό πιθανότατα προέκυψε εξαιτίας του ενδιαφέροντος μου για τις τοπικές, παραδοσιακές εκδηλώσεις. Λίγο αργότερα, η μαγεία του σινεμά εισέβαλλε στη ζωή μου, επίσης με ένα μυστηριακό τρόπο, βήμα το βήμα. Έγινα χειριστής κινηματογραφικών προβολών σε ηλικία 14 ετών. Είχα θαμπωθεί από τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής, προσπαθούσα να τους μιμηθώ. Αποφοιτούσα από το λύκειο όταν η μητέρα μου με συμβούλεψε να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στην Κινηματογραφική Σχολή του Λιθουανικού Ωδείου – σήμερα έχει πλέον μετονομαστεί σε Μουσική και Θεατρική Ακαδημία της Λιθουανίας. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό τον χώρο κι αισθανόμουν τρομερή ανασφάλεια όταν πήρα το ρίσκο να σπουδάσω.

Δεν διστάσατε παρόλα αυτά.
Όχι, αντίθετα πήρα το ρίσκο και δικαιώθηκα. Πέτυχα στις εισαγωγικές εξετάσεις και τότε άρχισε να με συνεπαίρνει το πρόγραμμα των σπουδών. Θυμάμαι μάλιστα πως εκείνη την εποχή είχα κυριολεκτικά εθιστεί στα έργα του Αντόν Τσέχωφ. Είχα φτάσει στο τέταρτο έτος της σχολής όταν αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου στο Ρωσικό Ινστιτούτο Θεάτρου. Εκεί, στις εισαγωγικές εξετάσεις είχα τον εξής διάλογο με τον δάσκαλο μου Ιωσήφ Τουμάνοφ. – «Γιατί θέλεις να σπουδάσεις στο Ινστιτούτο;» με ρώτησε. «Γιατί θέλω να συναισθανθώ τι σημαίνει ν’ ανεβάζεις στη σκηνή τσεχωφικά έργα» του απάντησα. «Το μόνο πράγμα που έχει σημασία για μένα είναι να σκηνοθετήσω τα έργα του». Ο Τσέχωφ λοιπόν, με ενέπλεξε με την τέχνη του θεάτρου. Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, είμαι πλέον βέβαιος για ένα μόνο πράγμα: Ο σκηνοθέτης δεν μπορεί να διδαχθεί τη σκηνοθεσία. Αυτό το επάγγελμα μπορεί να συμπεριλάβει μόνο έναν άνθρωπο. Και ο βασικός του δάσκαλος είναι η ίδια η ζωή.

Το θέατρο σας μετατόπισε με κάποιο τρόπο; Ήρθε σαν απελευθερωτική διαδικασία;
Η αίσθηση μου είναι ότι μέσα στο θέατρο ο καθένας επιχειρεί να αποβάλλει και να ξεπεράσει τις αμαρτίες του. Όπως έλεγε και ο Πιερ ντε Ρονσάρντ «Ο κόσμος είναι το θέατρο και τα ανθρώπινα πλάσματα είναι οι ηθοποιοί. Η Τύχη που διαφεντεύει την Σκηνή επιλέγει τα κοστούμια. Και της ανθρώπινης ζωής οι θεατές είναι οι Ουρανοί και η Μοίρα». Μπορεί να ακουστεί πολύ εκκεντρικό αλλά θα έλεγα πως η παράσταση είναι η προσευχή. Η δουλειά του να κάνεις σύγχρονο θέατρο, να πείθεις τους ηθοποιούς να αλλάξουν ρούχα, είναι ιδιαιτέρως εύκολη. Το δύσκολο κομμάτι είναι να αιχμαλωτίσεις τους θεατές, να ερεθίσεις το κοινό. Αυτό εύχομαι να κάνω.

Υπάρχει κάτι που σας προβληματίζει καθώς η δουλειά σας εμπλουτίζεται;
Υπηρετώ τη θεατρική τέχνη κι αισθάνομαι ευθύνη γι’ αυτό. Θα είμαι υπεύθυνος για όποια κακοδιαχείριση προκύψει (αν προκύψει) εντός του Vakhtangov. Θα είναι δική μου η ντροπή αν ανέβει μια φτωχή ή μια μέτρια παράσταση. Όπως είπα και νωρίτερα η στρατηγική μου στηρίζεται στην «εύθραυστη δυναμική του θεάτρου». Αλλά καθώς ο χρόνος περνάει γίνομαι ολοένα και πιο αυστηρός. Παρότι στην αρχή της πορείας μου στο Vakhtangov, έπρεπε να αφεθώ σε μια μεγαλύτερη ευθραυστότητα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ποια είναι η σχέση σας με το αρχαίο δράμα;
Από την εποχή που ήμουν φοιτητής είχα θαμπωθεί από το αρχαίο ελληνικό δράμα, ειδικά από τις τραγωδίες. Ο χρόνος πέρασε. Οι τραγωδίες άρχισαν να φαντάζουν στα μάτια μου πιο ανθρώπινες, πιο μαλακές. Μπορούσα να τις κατανοήσω καλύτερα και οι δεσμοί μου μαζί τους έγιναν πιο καθαροί. Απέκτησα επίσης εμπειρία σκηνοθεσίας σε έργα του αρχαίου δράματος. Σκηνοθέτησα την «Λυσιστράτη» που παίχτηκε σε ανοιχτό θέατρο στο Ελνσίνκι και μια εκδοχή του «Οιδίποδα τυράννου» σε κλειστό θέατρο. Ο τωρινός «Οιδίποδας» όμως, πρέπει να είναι πειστικός, ουσιώδης, συναρπαστικός.

Τι να περιμένουμε λοιπόν, από την ελληνο-ρωσική σύζευξη; Η γλωσσική διαφορά είναι για εσάς εμπόδιο ή ευκαιρία για επαφή;
Εισηγητής του εγχειρήματος είναι ο Στάθης Λιβαθινός. Αποφοίτησε από το Ρωσικό Ινστιτούτο θεάτρου όπως κι εγώ, έχει μια πολύ καλή γνώση της ρωσικής σκηνής και στην πραγματικότητα αυτό ήταν ένα ακόμα επιχείρημα συνεργασίας. Για το θέατρο Vakhtangov αυτή είναι μια σαγηνευτική πρόκληση. Τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά θέατρα προσεύχονται για μια ευκαιρία παράστασης στο θέατρο της Επιδαύρου. Αυτό το καλοκαίρι το Vakhtangov θα πατήσει σ’ αυτό τον ιερό τόπο για πρώτη φορά. Κι αυτό το οφείλουμε στον «Οιδίποδα» που θα φέρει σε επαφή Ελληνες και Ρώσους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί του Vakhtangov θα ερμηνεύσουν τους ρόλους, οι Ελληνες θα συνθέσουν τον Χορό και η παράσταση θα είναι δίγλωσση. Σε καμία περίπτωση λοιπόν δεν είναι ένα εμπόδιο αλλά μια ευχάριστη συνάντηση και μια ενδιαφέρουσα πρόκληση. Είναι ένα ρίσκο που παίρνουμε επίτηδες και νομίζω ότι ένας από τους βασικούς στόχους της θεατρικής τέχνης είναι να αποδέχεται τις προκλήσεις και να παίρνει ρίσκα.

Όμως που θα συναντηθούν αυτά τα δύο ιστορικά θέατρα; Από την μια η ελληνική σκηνή των τραγικών αρχετύπων και από την άλλη η ρωσική που ειδικεύεται περισσότερο στο ψυχολογικό θέατρο.
Σήμερα όλα τα θέατρα του κόσμου φαίνεται ότι συγχωνεύονται σε μια κοινή, θεατρική γλώσσα. Δεν αισθάνομαι ότι πρέπει να υπερβώ κάποια σύνορα. Όλοι οι άνθρωποι αγαπούν, μισούν και υποφέρουν με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από τις καταβολές τους. Υπάρχει κάποιου είδους εθνικότητα του πόνου; Όχι… Έχω κουραστεί από αυτούς τους διαχωρισμούς. Υπάρχει το διεθνές πνεύμα του θεάτρου. Και δεν αποδέχομαι την ύπαρξη θεατρικών σχολών παρά μόνο μιας – της σχολής του ταλέντου. Αυτήν εμπιστεύομαι, αυτή που χαρίζει ο Θεός.

Υπό αυτή την έννοια, τι σας φέρνει κοντά στον Οιδίποδα;
Νομίζω ότι διανύουμε την εποχή που ακουμπά τα ερωτήματα του Οιδίποδα. Εύχομαι να σκηνοθετήσω πάνω σε δύο εξέχουσας σημασίας αξίες: Την Αρετή και την Τιμή. Για μένα η ιστορία του Σοφοκλή αφορά σε έναν ηγέτη, έναν άνδρα που είναι αρκετά δυνατός για να παραδεχθεί τις αμαρτίες του και να αποδεχθεί την τιμωρία. Τον περιμένει εξορία και φτώχεια μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Οιδίπους αυτοτιμωρείται για το έγκλημα του. Κι είναι σχεδόν αδύνατον να γνωρίσεις έναν τέτοιο άνθρωπο στη σημερινή πραγματικότητα. Οι ηθικές του αξίες είναι κάτι που σχεδόν έχουμε ξεχάσει. Καιρός να τις ξαναθυμηθούμε. Οι περισσότεροι πολιτικοί δεν έχουν καν το κουράγιο να αναγνωρίσουν ούτε καν ένα βαθμό της ενοχής. Όλα πλέον, επιτρέπονται. Είναι η εποχή που πρέπει να υπενθυμίσουμε τι σημαίνει Αρετή και Τιμή.

Τι συμβολίζει ο Οιδίποδας για εσάς;
Στα μάτια μου είναι ένας Τιτάνας για την δύναμη της προσωπικότητας του. Ανάλογοι ήρωες υπήρξαν κι έζησαν στην εποχή των γονιών μου – όχι πολύ παλαιότερα από εμάς. Ήταν άνθρωποι που αναθεωρούσαν τις πράξεις τους και απέδιδαν ευθύνες στους εαυτούς τους σε περίπτωση που είχαν διαπράξει αδικία.

Πιστεύετε πως οι άνθρωποι υπακούουν σε κάποιου είδους πεπρωμένο; Ή θεωρείτε ότι η συζήτηση περί Μοίρας είναι ένα παρηγορητικό ευφυολόγημα;
Κάθε προσωπική ερμηνεία για τη ζωή είναι μέρος της συλλογικής ερμηνείας για την ανθρωπότητα. Ο καθένας μας αναλαμβάνει την ευθύνη του ισόβιου ταξιδιού του. Το προσωπικό κριτήριο, η ενέργεια, το ταλέντο και άλλες ποιότητες στρώνουν το δρόμο γι’ αυτό το ταξίδι. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να δοκιμάσει την εκδοχή της «Γιορτής της Ζωής» για την οποία μίλησα νωρίτερα. Ο καθένας από εμάς ορίζεται από τη μοίρα του. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε σκλάβοι της – έχουμε την ελευθερία της επιλογής. Χαίρομαι να παρατηρώ τους ανθρώπους που έχουν το θάρρος και την πίστη να αλλάξουν την μοίρα τους. Ακόμα κι αν ηττηθούν/ηττηθούμε. Έχει να κάνει με την έννοια του Θείου Πνεύματος. Πρέπει να προσπαθήσουμε ξανά και ξανά για να επιβληθούμε του πεπρωμένου μας. Κάθε άνθρωπος και ολόκληρος ο πλανήτης πρέπει να συμμετέχουν σε αυτό το οξύμωρο σχήμα. Υπάρχει ομορφιά και σοφία σ’ αυτή την αντίφαση και τη σύγκρουση.

Προηγουμένως μιλήσατε για αξίες που πρέπει το θέατρο να εμφυσήσει ξανά στους ανθρώπους, μια και η πολιτική έχει αποτύχει.
Το θέατρο υπερέχει της πολιτικής. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας βασίζεται σε μεγάλες αυτοκρατορίες που άκμασαν και κατέρρευσαν. Σήμερα, όλα τα σημάδια οδηγούν στην άνοδο καινούργιων αυτοκρατοριών. Αυτό με ενοχλεί αφάνταστα. Νομίζω ότι την ώρα που συμβαίνει ένας κατακλυσμός πρέπει να επιλέξουμε να μην κατηγορήσουμε κανέναν. Δεν θα ξεσπάσει κανένας πόλεμος αν όλοι κάνουμε σωστά και ειρηνικά τη δουλειά μας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στα πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια να μας παγιδεύσουν. Μπορούμε όμως να αφεθούμε και να παγιδευτούμε από την τέχνη και το θέατρο. Η αποστολή του θεάτρου είναι να φέρει γαλήνη και αρμονία στις ανθρώπινες ψυχές – και γι’ αυτό πρέπει να εργαστεί. Αντιλαμβάνομαι ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι αιώνια και στο τέλος να ηττηθούμε. Όμως αυτός είναι ο τρόπος μας.

Πηγη : tospirto

 

RELATED ARTICLES

Most Popular

WE RECOMMENT FOR YOU