Στεφανία Γουλιώτη: «Πρέπει να έχω πολλά μάτια να με κοιτάνε για να νιώθω ότι υπάρχω»

Η ταλαντούχα ηθοποιός μιλά για τις «Ευμενίδες» που ανεβάζει χαράματα στην Επίδαυρο.

Η Στεφανία Γουλιώτη παραδέχεται ότι της αρέσει -όταν βρίσκεται πάνω στη σκηνή- να συγκεντρώνει την προσοχή των άλλων. Συνεπής στο έργο αλλά και τις καλλιτεχνικές της επιλογές φτιάχνει- κάθε φορά- κάτι ξεχωριστό και άξιο προσοχής και λόγου. Τώρα έχουν σειρά οι “Ευμενίδες” του Αισχύλου σε συνεργασία με το Δημήτρη Καμαρωτό, τη Σύλβια Λιούλιου, το Γιώργο Κριθάρα, την Εύα Μανιδάκη, τη Βίκυ Παναγιωτάκη και τον Άγγελο Μέντη. Όλοι μαζί δημιουργούν ένα έργο, μία κατάσταση, που θα βάλει τους θεατές σε ένα μονοπάτι που ξεκινάει μετά τα μεσάνυχτα και καταλήγει σε ένα ευεργετικό ξημέρωμα.

Ποιες είναι οι σκέψεις σου για τις “Ευμενίδες;”
Είναι μια παράσταση που έγινε-για πρώτη φορά- το 2015. Σε έναν κλειστό χώρο, τότε, όπου έκανα αυτό που ήθελα. Έλεγα μια ιστορία με τα πιο λιτά μέσα. Σε απόλυτη ακινησία και μονότονο ήχο αλλά με όλα τα πρόσωπα να περνάνε μέσα από την φαντασία τη δική μου αλλά και των θεατών και να διαδέχονται το ένα το άλλο. Μια αληθινή πρόκληση. Εκεί έκανα ελάχιστες παραχωρήσεις για να καταφέρει το κοινό να καταλάβει. Έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο τα βίντεο και ένα ιδιαίτερο ηχητικό τοπίο που έκανε ο Δημήτρης Καμαρωτός. Τώρα –όλο αυτό- μεταφέρεται στο Αρχαίο Στάδιο, στην Επίδαυρο. Το μέρος το επέλεξα για την ησυχία του, είναι το ιδανικό τοπίο. Όλη η ιστορία είναι μέσα στο σώμα μου. Αυτό που θα μου άρεσε είναι να μπορούσα χωρίς να αρθρώνω, χωρίς να κινούμαι και χωρίς να χρησιμοποιώ κάποιο από τα μέσα του ηθοποιού να καταφέρω να βάλω τους θεατές στη διαδικασία να κάνουν τις δικές τους μεταφράσεις. Αυτό βεβαίως θα γινόταν σε έναν ιδεατό κόσμο. Στις “Ευμενίδες” απαιτείται να γίνει μία παραχώρηση από την πλευρά μου και την κάνω… αρθρώνω.

Πόσο ευεργετικό είναι ένα ήσυχο τοπίο;
Είναι σημαντικό να βρίσκεσαι στην απόλυτη ησυχία. Να μειώνεται ο εσωτερικός αλλά και ο εξωτερικός θόρυβος. Η ώρα που θα παρουσιάσουμε την παράσταση είναι η ώρα που ο χώρος ξαναγεννιέται και όλοι είμαστε διαφορετικοί. Αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε μία προσευχή , σε μία κατάνυξη. Άλλωστε είναι ωραίο να μπορείς να συμμετέχεις σε κάτι τέτοιο και φεύγοντας να είσαι διαφορετικός, και εσύ και ο θεατής.

Καλά το κοινό που θέλει να βρεθεί σε αυτή την ιδιαίτερη ¨κατάσταση». Τι συμβαίνει με το άλλο; Με το κοινό που έρχεται απλώς για να πει ότι «είδα τη Γουλιώτη» να παρουσιάζει μία παράσταση ξημερώματα στην Επίδαυρο.
Ένα κοινό που δεν θέλει να παρασυρθεί γιατί έρχεται; Για να γράψει στα social media «τι έκανε η Γουλιώτη;» . Το ζητούμενο είναι να πας στο θέατρο για να αλλάξει κάτι στην ζωή σου. Να συμβεί το μαγικό που μπορεί να το συνειδητοποιήσεις αργότερα και όχι αναγκαστικά εκείνη τη στιγμή. Αυτός που πληρώνει για να δει τον ηθοποιό μόνο και μόνο για να έχει –μετά- να πει και να σχολιάσει κάτι… «κακό το κεφαλιού του».

Τι είδους σχέση έχεις με το κοινό σου; Πώς το αντιμετωπίζεις και πώς θέλει να σε βλέπει;
Πρωτίστως δεν θέλω να με χαρακτηρίζει «κάτι». Αυτό έχει να κάνει και με την προσωπική μου ζωή αλλά και με την ζωή μου στο θέατρο. Αν χαρακτηριστώ κάπως, από κάτι, χάνω αμέσως – αμέσως επιλογές που έκανα αλλά και που πρόκειται να κάνω. Δεν θέλω να με βλέπουν σαν ένα τσιμεντένιο πράγμα. Μου αρέσει να αναγνωρίζουν τους καλλιτεχνικούς ελιγμούς και την επιθυμία να μην μπαίνω σε κουτάκια. Όταν ακούω – για παράδειγμα- ότι είμαι πολύ σοβαρή στεναχωριέμαι. Υποστηρίζει ο Κονσταντίν Μπογκομόλοφ ότι ανάμεσα στο κοινό και τους ηθοποιούς υπάρχει μια μυστική συμφωνία. Οι θεατές θέλουν να βγαίνουν από το θέατρο και να πηγαίνουν στο εστιατόριο όπου αρέσκονται στο να συζητούν για την ωραία βραδιά, τα όμορφα κοστούμια και το ξεχωριστό θέαμα που μόλις απόλαυσαν. Οι ηθοποιοί δίνουμε συναίσθημα και την προβάλουμε τους εαυτού μας. Το κάνουμε ωραία και καλά αλλά μας αρκεί αυτό; Να δίνουμε τα χέρια και να φεύγουμε χωρίς να έχουμε αποκομίσει κάτι σημαντικό και ουσιώδες;

Οι Έλληνες ηθοποιοί τι σόι άνθρωποι, τι είδους καλλιτέχνες είστε; Διότι υπάρχει αρκετός εγωισμός…νομίζω
Αρκετές φορές οι Έλληνες ηθοποιοί έχουμε ένα τεράστιο εγώ να διαχειριστούμε. Δε μας φτάνει να είμαστε ηθοποιοί. Όντας συναισθηματικά ανώριμοι, μην έχοντας κόψει τον ομφάλιο λώρο δυσκολευόμαστε στο να γίνουμε ολόκληροι. Αυτό μας οδηγεί στο να έχουμε έλλειψη συναισθηματικής ασφάλειας. Κάπως έτσι τονίζουμε το «εγώ» μας για να επιβιώσουμε. Μπαλώνουμε και δημιουργούμε πύργους εγωισμού. Καταλήγουμε το ένα «εγώ» δίπλα στο άλλο.

Μπαίνετε σε μία αρένα και δίνετε μάχες επιβίωσης;
Δεν ξέρω και δεν ασχολούμαι με κάτι τέτοιο. Είναι έξω από εμένα αυτή η κατάσταση. Να πατήσω επί πτωμάτων; Δεν υπάρχει στο πεδίο μου.

Έτσι όπως καθόμαστε και συζητάμε. Τι σου έρχεται στο μυαλό σκεπτόμενη όλα όσα έχεις καταφέρει; Τι σε κάνει περήφανη και τι σε «ενοχλεί;».. στον εαυτό σου
Χαίρομαι που υπάρχουν σπουδαίοι άνθρωποι γύρω μου. Είναι η απόδειξη ότι έχω καταφέρει κάτι καλό. Είναι ωραίο να συνυπάρχεις με ανθρώπους στους οποίους καθρεφτίζεσαι. Είναι καταπραϋντικό. Από την άλλη πλευρά δε μπορώ να στηριχθώ στη σκέψη ότι έχω καταφέρει κάτι. Όλα ανήκουν στο παρελθόν, στη μνήμη και τη λήθη. Υπάρχουν όλα μέσα μου αλλά δε μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι έχουν συμβεί. Είναι λες και δεν εγγράφονται… περνάνε και φεύγουν. Αυτό γίνεται και σε προσωπικό επίπεδο. Νιώθω λες και δεν έχω μάθει, όλα όσα έχω μάθει, λες και δεν έχει γίνει ούτε μία αλλαγή… και ας έχω αλλάξει. Πρέπει – κάθε φορά- να προσπαθώ να τα κάνω όλα από την αρχή… είναι μεγάλη κατάρα. Νιώθω ότι είμαι ένα παιδί που πρέπει να μάθει και να αποδείξει κάτι.

Ο πόνος τι ρόλο παίζει στην ζωή σου;
Είναι καλό να πονάς και να μαθαίνεις. Βεβαίως έχω πονέσει πολύ και κατέληξα να πάρω χάπια. Δεν πρόλαβα να το γυρίσω σε κάτι που θα με άλλαζε, να κάνω τον πόνο κάτι ευεργετικό.

Σε αυτή τη γειτονιά – στο Παλαιό Φάληρο- τι νιώθεις και τι θυμάσαι;
Είναι κάτι που έλεγα πρόσφατα στον πατέρα μου και τον ευχαριστούσα. Τώρα ξυπνάω στις τέσσερις και βγαίνω για τρέξιμο, για τις ανάγκες της παράστασης. Νωρίς το πρωί η θάλασσα έχει ένα ξεχωριστό, ένα ιδιαίτερο άρωμα. Αλλάζει και το φως -σε αυτό το περίεργο σκηνικό- και σκέφτομαι τον πατέρα μου που έφευγε με το πλοίο- ήταν ναυτικό- και κάποιες φορές μας έπαιρνε μαζί του. Έχοντας αυτή την εικόνα, αυτή την αίσθηση νιώθω ότι όσο και να περνούν τα χρόνια, μέσα μου, είμαι στο σπίτι μου, είναι κάτι εσωτερικό και πολύτιμο. Μπορεί να περνάει ο καιρός αλλά έχεις- πάντα- κάπου να επιστρέφεις και να ηρεμείς… να γαληνεύεις.

Μετά από αυτή την παράσταση τι ακολουθεί;
Κανονικά, μετά από αυτή την παράσταση, ερχόταν ένα ταξίδι στο Πεκίνο μαζί με τον Λιβαθινό όπου θα συνεργαζόμασταν με Κινέζους ηθοποιούς για να παρουσιάσουμε – στον Όπερα του Πεκίνου- τον Αγαμέμνονα. Μέχρι στιγμής αυτή η συνεργασία έχει μετακινηθεί χωρίς να έχει ακυρωθεί. Κάπως έτσι θα βρεθώ στην Πειραματική σκηνή του Εθνικού με ένα άπαιχτο έργο σε συνεργασία με τον Σίμο Κακάλα. Αμέσως μετά ακολουθεί το ««Γαϊτανάκι του έρωτα» του Σνίτσλερ σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλο, στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.

Πηγή : Tospirto-net