Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας, τα ΚΑΠΗ, οι μαθητές του Λυγουριού κι ο Σοφοκλής

«Στο Λυγουριό πήγαινα στον φούρνο το πρωί και ο μπάρμπας που έμπαινε ήξερε ένα χορικό απ’ έξω και μου το’ λεγε, δεν το έμαθε διαβάζοντάς το, αλλά ακούγοντάς το ως παιδί που πήγαινε να δει τις πρόβες. Σαφώς τα πράγματα και οι σχέσεις έχουν αλλάξει, αλλά κάτι υπάρχει, κάτι μέσα σ’ αυτά με βρίσκει, κάτι ψάχνω».

O Κωνσταντίνος Ντέλλας σκηνοθετεί την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου στις 20 & 21 Ιουλίου. Ο νέος και ιδιαίτερα ταλαντούχος σκηνοθέτης προσεγγίζει με μία ανατρεπτική ματιά την αρχαία αυτή τραγωδία. Καταρχάς οι πρόβες της παράστασης για συνολικά δύο μήνες γίνονται στην ευρύτερη περιοχή του Λόφου Φιλοπάππου. Στη συνέχεια, οι ηθοποιοί με τον σκηνοθέτη θα μείνουν σε ένα χωριό της Κορίνθου, το Χιλιομόδι, για τρεις εβδομάδες, όπου θα συνεχιστούν οι πρόβες μέσα σε συνθήκη κοινής ζωής. Παράλληλα, το σώμα του κειμένου προσεγγίστηκε τον πρώτο μήνα χωρίς να έχει γίνει διανομή ρόλων. Με εργαλείο την προφορική μετάδοσή του, ένα μεγάλο μέρος του μαθεύτηκε από όλους τους ηθοποιούς εξίσου, ανεξαρτήτως ρόλων. Στην παράσταση συμμετέχουν μέλη του ΚΑΠΗ του Δήμου Επιδαύρου και μαθητές από το Γυμνάσιο Λυγουριού του Δήμου Επιδαύρου. Τέλος, ο ήχος της στηρίζεται στην αίσθηση του αέρα και της νεότητας. Τέσσερις μαθητές και απόφοιτοι του Μουσικού Σχολείου Πτολεμαΐδας με τρία χάλκινα όργανα και ένα κρουστό γίνονται οι φορείς του ήχου της παράστασης.
Ένας κόσμος, όπου η σκηνογραφία, η φωτιστική συνθήκη, οι ηθοποιοί, οι θεατές, οι μουσικοί και οι κάτοικοι των γύρω χωριών συντελούν στη γέννηση ενός νέου Τόπου, όπου θα υπάρξει το έργο της «Αντιγόνης».
Εμείς μιλήσαμε με τον Κωνσταντίνο Ντέλλα στην προσπάθειά μας να φωτίσουμε την προσέγγισή του αυτή ακόμη περισσότερο….

Τι σε γοήτευσε ιδιαίτερα στην Αντιγόνη;
Η Αντιγόνη κλείνει μέσα της όλα τα συγκρουσιακά ζεύγη που χτίζουν τη ραχοκοκαλιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Η στιγμή που Κρέοντας και Αντιγόνη στέκονται απέναντι ο ένας στον άλλο, είναι θαρρείς και δυο άνθρωποι ριζωμένοι ο καθένας στον δικό του τόπο μένουν ακίνητοι και γύρω τους περνάνε όλες οι χρονικές περίοδοι της ανθρωπότητας. Αυτή η διαμάχη δεν τελειώνει ποτέ και η ζυγαριά αυτή δεν μπορεί να γείρει. Προσπαθώ όλο αυτό το διάστημα που πορευόμαστε με την Αντιγόνη να θυμίζω στον εαυτό μου και τους άλλους, ότι αυτό είναι ένα κείμενο που γράφτηκε από άνθρωπο και προορίστηκε στο να το δουν και να το ακούσουν άνθρωποι. Μέσα από αυτή την οργανική διαδικασία μεταφέρεται, μέσα από τα στόματα, τα αυτιά, τα μάτια, τα χέρια και τα πόδια χιλιάδων ανθρώπων. Αυτό και μόνο σαν γεγονός, ζητά από μας, που κληθήκαμε τη δεδομένη στιγμή να σκάψουμε σ’ αυτήν την περιοχή, την παραδοχή ότι είμαστε μέρος ενός Όλου μέσα στο οποίο φέρουμε τις δικές μας ζωές με τις απορίες μας και τις ατέλειές μας, να κάνουμε αγάπη, δηλαδή, με τη θνητότητά μας. Ίσως τότε ο Σοφοκλής πάψει να σηκώνει στη συνείδησή μας το βάρος μιας προτομής και η οπτική μας γίνει λιγότερο συμπερασματική.

Τι συμβολίζει η Αντιγόνη και γιατί είναι τόσο διαχρονική;
Δεν είναι εξαιρετικό ότι η Αντιγόνη που δίνει το όνομά της στην τραγωδία, παύει να υπάρχει σχεδόν στα 2/3 του έργου; Και μετά γινόμαστε μάρτυρες της φθοράς του Κρέοντα. Πολλοί λένε ότι τα κύρια τραγικά πρόσωπα είναι δύο σ’ αυτήν την τραγωδία κι εμείς ακολουθούμε αυτόν τον δρόμο. Και οι δυο τους μένουν πιστοί σ’ αυτό που θεωρούν σωστό. Και οι δυο τους μένουν τόσο προσκολλημένοι στην άποψή τους, που καταντούν εμμονικοί. Στο κείμενο της Αντιγόνης ακούγεται πολλές φορές το «συλλογίσου», σκέψου και άκου και μια γνώμη άλλη εκτός απ’ τη δική σου. Μπορεί να πιστεύεις σε κάτι ορθό, αλλά η εμμονή σου σ’ αυτό να το μεταλλάξει σε κάτι καταστροφικό. Σ’ αυτό βαδίζουν τόσο ο Κρέοντας, όσο και η Αντιγόνη.

Οι πρόβες για συνολικά δύο μήνες γίνονται στην ευρύτερη περιοχή του Λόφου Φιλοπάππου. Στη συνέχεια, θα μείνετε με τους ηθοποιούς είνουν σε ένα χωριό της Κορίνθου, το Χιλιομόδι, για τρεις εβδομάδες, όπου θα συνεχιστούν οι πρόβες μέσα σε συνθήκη κοινής ζωής. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τρόπο προβών και περιγράψτε μας λίγο την διαδικασία τους…
Οι πρόβες ξεκίνησαν συστηματικά μετά το Πάσχα. Η πρώτη μας συνάντηση έγινε στην Πνύκα, κάτω από μια ελιά, που συνήθως πήγαινα να διαβάσω. Προσπαθούσαμε για αρκετό διάστημα να βγάλουμε άκρη με το Αναπαυτήριο του Πικιώνη που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία του αγίου Δημητρίου του Λουμπαδιάρη, στο λόφο Φιλοπάππου. Δεν βγάλαμε άκρη. Το κτίριο αυτό είναι κλειστό, ο Πικιώνης και το έργο του είναι τόσο σημαντικά όσο άγνωστα δυστυχώς είναι για εμάς τους κατοίκους της Αθήνας. Το ήθελα το άνοιγμα αυτού του χώρου για τις πρόβες μας, για να είμαστε εκεί, να μπορούμε να έχουμε έναν στεγασμένο χώρο, αλλά και να μπορούμε να βγούμε ανα πάσα ώρα και στιγμή έξω. Δεν τα κατάφερα. Η τύχη του είναι χαμένη κάπου ανάμεσα σε αρχαιολόγους ΕΟΤ και δήμο, ή κάπως έτσι.
Σκεφτόμουν πού θα μπορούσαμε να τις κάνουμε και πήρα τηλέφωνο τον π. Νεκτάριο Στογιάννη, ιερέα στον Αγιο Δημήτριο Λουμπαδιάρη, που είναι στο Λόφο του Φιλοπάππου. Μου είπαν ότι ήταν ηθοποιός πριν αποφασίσει να γίνει ιερέας. Στο τηλέφωνο του είπα ότι χρειάζομαι έναν χώρο για τις αναγνώσεις μας, εκείνος χωρίς πολλά πολλά μου έδωσε τα κλειδιά από την αίθουσα του Αγίου Νικολάου Φιλοπάππου. Εκεί λοιπόν, κάναμε τις αναγνώσεις μας. Μαζί μας και ο μεταφραστής Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος να μας ανοίγει δρόμους, πόρτες και παράθυρα. Οι στιγμές που μας διάβαζε το κείμενο ήταν από τα ονειρεμένα κομμάτια της μέχρι τώρα πορείας μας.
Το να μην υπάρχει ένας σταθερός χώρος ήταν ζητούμενο, εξάλλου είμαι εδώ και αρκετό καιρό σε μια φάση της ζωής μου που επαναπροσδιορίζω στη ζωή μου την έννοια του σπιτιού. Και αυτό ήθελα να υπάρχει στην όλη διαδικασία των προβών της Αντιγόνης. Κανένας σταθερός τόπος, απλά και μόνο ένας τόπος. Έτσι, με την γενναιοδωρία των ηθοποιών –έχω να το λέω αυτό- κάναμε πρόβες σε διάφορα σημεία του λόφου του Φιλοπάππου. Τύχαινε μέρα που ξεκινούσε βροχή, πηγαίναμε στο υπόστεγο του Λουμπαδιάρη, άλλη μέρα ξεκινούσαμε και μετά από λίγο οι κηπουροί ξεχορτάριαζαν, πηγαίναμε άλλου. Εκδρομές σχολείων, τουρίστες, περαστικοί δεκάδες. Ζέστη, τελευταία. Πολλή ζέστη. Όλα αυτά, μέσα από την κούραση και την πρόσκαιρη αναστάτωση που δημιουργούσαν, έφτιαχναν και έναν μηχανισμό άμυνας που ίσως κι εμείς τον κατανοήσουμε αργότερα. Ελπίζω, δηλαδή.

Τον εξωτερικό χώρο τον ονειρευόμουν και τον δοκίμασα στον εαυτό μου ένα τρίμηνο στην Κρήτη πριν αποφασίσω να δουλέψω έτσι στην Αντιγόνη. Δεν έχει να κάνει με το ότι παρουσιάζεται σε ανοιχτό θέατρο, δεν ήταν αυτός ο λόγος. Έχω πίστη στη ροή που συμβαίνει ανελλιπώς στο χώμα, στον αέρα, στο νερό, στα δέντρα. Είναι τεράστια κουβέντα για το πόσο ατροφικοί και δισδιάστατοι έχουμε γίνει. Το πόδι έχει ξεμάθει την ανωμαλία του εδάφους, το σώμα δε γνωρίζει να προφυλαχθεί αν πέσει, οι κινήσεις μας έχουν κάτι το άκρατα εγωκεντρικό και ταυτόχρονα γεμάτο ματαίωση. Περίεργος συνδυασμός.

Μέσα, λοιπόν, από κυκλικές πορείες –έχω μεγάλη πίστη στην ύπαρξη και τη μελέτη του περπατήματος στο θέατρο- και σπειροειδείς σωματικές σχέσεις, αρχίσαμε να συνυπάρχουμε με δέντρα, πέτρες, διάφορα αντικείμενα που βρίσκαμε κάθε φορά πεταμένα, από σκουπίδια ενός πάρτι που έκαναν το προηγούμενο απόγευμα, φαγητά, προφυλακτικά, τα πάντα. Από τα σκουπίδια μπορείς να καταλάβεις τον συνδυασμό εγωκεντρισμού και ματαίωσης που σου έλεγα πριν.

Σε λίγες μέρες θα φύγουμε από την Αθήνα, θα πάμε στο χωριό του σκηνογράφου της παράστασης Ανδρέα Σκούρτη να μείνουμε μέχρι να κατεβούμε στην Επίδαυρο. Το έξω μας θα αλλάξει τόπο, τώρα πλεόν θα μένουμε και όλοι μαζί , οπότε θα δοκιμαστούμε με τη συνθήκη ζωή και μελέτη και πρόβα, πέρα από το σταθερό πεντάωρο της Αθήνας, που μετά χανόμαστε ο καθένας στα δικά του. Δεν ξέρω πώς θα λειτουργήσει αυτό, έχω πίστη σε μας ότι θα το διαχειριστούμε με την ίδια ανοιχτωσιά που δείξαμε σε όλα μέχρι τώρα.

Πώς διανεμήθηκαν οι ρόλοι;
Η διανομή δεν έγινε από την αρχή, ξεκινήσαμε να διαβάζουμε και να μαθαίνουμε το κείμενο όλοι μαζί. Μέσα από την προφορική μεταφορά του λόγου να το μαθαίνει ο ένας στους υπόλοιπους. Εννοείται ότι για να γίνει αυτό σε όλο τον όγκο του κειμένου θα έπρεπε να ξεκινήσουμε δύο μήνες πριν. Παρ’όλα αυτά αφιερώσαμε πολύ χρόνο σ’ αυτή τη διαδικασία και παρόλο που, ως πρώτη φορά, ήταν κάτι ξένο, άρα και δύσκολο, ανταποκριθήκαμε και το υπερασπιστήκαμε. Ξέρεις πόσο ανακουφιστικό είναι να μαθαίνεις τα λόγια ενός ρόλου χωρίς το βάρος ότι κλήθηκες να τον ερμηνεύσεις; ‘Η όταν στο στάδιο των προβών που ξεκινά να φτιάχνεται αυτός ο κόσμος, να ξέρεις ότι αυτά που λες εκείνη την ώρα τα ξέρουν και οι άλλοι και αν κολλήσει το μυαλό σου κατευθείαν θα βρεθεί κάποιος από τους υπόλοιπους να στο θυμίσει; Έτσι δε χάνεται η ροή ποτέ, η διαδικασία συνεχίζεται, το πράγμα λύνεται εκ των έσω, με αυτάρκεια.

Ποιος ο ρόλος του ήχου και της μουσικής;
Αντιμετωπίζω τα κείμενα μουσικά, τα διαβάζω πολύ, να καταλάβω τον ρυθμό τους. Όλα ρυθμός είναι, η ζωή μας, οι σχέσεις μας, οι συμφωνίες και οι αντιθέσεις μας, όλα είναι συμβατοί ή όχι μεταξύ τους ρυθμοί. Πώς γίνεται να το ξεχνάμε αυτό διαρκώς; Με τον Αλέξανδρο Κτιστάκη, και δεν εννοώ τον τζαζίστα, έχουμε συνεργαστεί και άλλη φορά, όπως και με όλους τους συντελεστές σχεδόν, εκτός από τους ηθοποιούς. Του ζήτησα να ακούσει ένα παραδοσιακό τραγούδι της Πελοποννήσου, που το είχα στα αυτιά μου για την Αντιγόνη, και πάνω σ’ αυτό ο Αλέξανδρος έφτιαξε τα δικά του μονοπάτια. Δοκιμάζουμε με τον Αλέξανδρο, πάω σπίτι του και με βάζει να ακούσω, λέω λόγια πάνω στη μουσική του, ξαναγράφει. Τη μουσική του Αλέξανδρου θα παίζουν τέσσερις μαθητές και απόφοιτοι του μουσικού σχολείου Πτολεμαΐδας, τρία χάλκινα πνευστά και ένα νταούλι. Ήθελα ήχο που να έχει αέρα και δόνηση, την ανθρώπινη πνοή μέσα του και την ορμή του Αίμονα. Κάπως έτσι χτίζεται ο μουσικός κόσμος της Αντιγόνης, και θαρρώ θα υπάρξει όμορφα στον τόπο του Μικρού θεάτρου της Επιδαύρου.

Τι αίσθηση σας δημιουργεί ο χώρος της Μικρής Επιδαύρου;
Το προηγούμενο καλοκαίρι συμμετείχα με ένα εργαστήριο στο Λύκειο Επιδαύρου.Εκεί, δουλέψαμε με μια ομάδα παιδιών έξω από το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου στο Λυγουριό, ανάμεσα σε ελιές και πεύκα. Ήταν για μένα μία εμπειρία που μου άνοιξε πολλά πεδία έρευνας. Το χρωστάω αυτό στην Τζο Κακουδάκη. Εκεί γεννήθηκε η ιδέα της Αντιγόνης σε σχέση με τον συγκεκριμένο τόπο. Όπως σου είπα, η έννοια του σπιτιού και του τόπου είναι σε μια διαδικασία μέσα μου. Ο τόπος είναι το χώμα, είναι οι άνθρωποι που τον φέρουν, ακόμα και ερήμην τους. Αυτό έχει τεράστια δύναμη για μένα. Ίσως παλιότερα οι ηθοποιοί που έπαιζαν στην Επίδαυρο και έμεναν στα σπίτια των κατοίκων το ζούσαν αυτό περισσότερο, έμεναν για μεγαλύτερο διάστημα εκεί, έμπαιναν σε μια άλλη καθημερινότητα σε σχέση με τους ανθρώπους του τόπου, οι κάτοικοι πήγαιναν στις πρόβες, έβλεπαν ανθρώπους και άκουγαν λόγια που δεν ήξεραν τί είναι, μάθαιναν το θέατρο όχι εγκεφαλικά αλλά οργανικά, μέσα από τη διαδικασία και τους ανθρώπους του. Στο Λυγουριό πήγαινα στον φούρνο το πρωί και ο μπάρμπας που έμπαινε ήξερε ένα χορικό απ’ έξω και μου το’ λεγε, δεν το έμαθε διαβάζοντάς το, αλλά ακούγοντάς το ως παιδί που πήγαινε να δει τις πρόβες. Σαφώς τα πράγματα και οι σχέσεις έχουν αλλάξει, αλλά κάτι υπάρχει, κάτι μέσα σ’ αυτά με βρίσκει, κάτι ψάχνω. Με αυτό το σκεπτικό δομήθηκε και η πρόταση στο Φεστιβάλ.

Με τη βοήθεια του Τάσου Σμυρλή, που έχει το ξενοδοχείο Άβατον, τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό, έγινε ένα κάλεσμα στο ΚΑΠΗ και στο Γυμνάσιο του δήμου Επιδαύρου, που στεγάζονται στο Λυγουριό. Από τον Απρίλη, ξεκίνησα να κατεβαίνω κάθε δεύτερη Κυριακή και να βρίσκομαι με αυτούς τους ανθρώπους που ανταποκρίθηκαν. Παράλληλα με τις πρόβες των ηθοποιών, ξεκίνησε μια παράλληλη διαδικασία, όπου μεγάλοι άνθρωποι, αγρότες κυρίως, μαζί με μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου, έρχονται από τα γύρω χωριά και τους λέω, τους διαβάζω, συζητάμε για την Αντιγόνη. Ξέρεις, δεν είναι αυτονόητο ότι ξέρουν όλοι την Αντιγόνη, ή ακόμα και αυτοί που την ξέρουν, έχουν στη συνείδησή τους ξεκάθαρη εικόνα για την υπόθεσή της. Το να μιλάω με αυτούς τους ανθρώπους και να προσπαθώ μέσα από τη δική μου απορία να τους μεταφέρω ένα μέρος έστω από αυτό το μεγαλείο, είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της όλης πορείας της παράστασης.

Αυτοί οι άνθρωποι θα υπάρχουν στην παράσταση ως φυσικές παρουσίες. Είναι φορείς του τόπου τους, του τόπου που βρίσκεται το Μικρό Θέατρο της αρχαίας Επιδαύρου, τους θέλω εκεί, παρόντες, να μας θυμίζουν ότι το θέατρο αυτό φτιάχτηκε για τις ανάγκες των τότε κατοίκων, ότι το θέατρο αυτό για πάρα πολλά χρόνια ήταν θαμμένο κάτω από ελιές, όπου άνθρωποι ρίχναν τον ιδρώτα τους εκεί και ζούσαν απ’ αυτές. Με λίγα λόγια, ότι όλοι είναι όλα και όλα είναι όλοι. Και αυτό δεν είναι ρομαντικό, αλλά καθαρά πρακτικό. Εμείς απλά το ξεχνάμε. Το χώμα, το νερό, ο αέρας, μεταφέρουν μικροστοιχεία από ανθρώπους νεκρούς και ζωντανούς κι εμείς τα εισπνέουμε, τα ακουμπάμε, τα μυρίζουμε, μπαίνουν στα μάτια μας. Δεν είμαστε ούτε θεωρητικά ούτε πρακτικά μόνοι μας.

Είναι λοιπόν μια στιγμή αυτή η παράσταση, που άνθρωποι-φορείς της γης τους, της ζωής τους, της ηλικίας τους, του λόγου τους -και εννοώ πέρα από τους ντόπιους και τους ηθοποιούς και τους θεατές,-θα βρεθούν μαζεμένοι σε έναν τόπο για να υπάρξουν σε έναν χωροχρόνο που θα γεννηθεί και θα πεθάνει με την κοινή συναίνεση όλων μας. Εκεί, θα ζήσει η Αντιγόνη, ένα λαϊκό παραμύθι φτιαγμένο για τους πολλούς και όχι για τους λίγους.

Πηγή : tospirto-net