Home Θέατρο Ο Γιάννης Σκουρλέτης μιλά για τη «Βασίλισσα των Ξωτικών» και την αγριότητα του έρωτα

Ο Γιάννης Σκουρλέτης μιλά για τη «Βασίλισσα των Ξωτικών» και την αγριότητα του έρωτα

0

«Ο έρωτας είναι η αγριότητα της συνάντησης κάποιου με το χάος. Ο έρωτας σε πετάει σε ένα τοπίο άγνωστο, όπου εκεί ανακαλύπτεις τον εαυτό σου. Πρέπει να γίνεις παρανάλωμα στον έρωτα πέρα από κάθε λογική για να γνωρίσεις ποιος τελικά είσαι…»

Λίγο πριν παρουσιάσει την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά για την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής με τη «Βασίλισσα των Ξωτικών» του Πέρσελ, ο Γιάννης Σκουρλέτης μιλά στο tospirto.net για το «σήμερα» του ελληνικού θεάτρου, τις «ρακοσυλλεκτικές» παραστάσεις που αγωνιούν για την επιβίωσή τους, τις «εγγραφές» στη συλλογική μνήμη που συνιστούν την ταυτότητα του λαού μας αλλά και τον έρωτα, τον άγριο έρωτα ως ακραία πολιτική πράξη που μας φέρνει αντιμέτωπους με το χάος.

Μου λέγατε ότι βρίσκεστε σε μία περίοδο που αισθάνεστε ότι κλείνει ένας κύκλος δημιουργίας και ίσως ανοίξει ένας άλλος. Ο απολογισμός του πρώτου κύκλου σίγουρα καταγράφει σημαντικές επιτυχίες…
Καταγράφει και επιτυχίες και αποτυχίες και σφίξιμο του στομαχιού για να αντιμετωπίσεις μία θεατρική πραγματικότητα στην Αθήνα, η οποία είναι πάρα πολύ δύσκολη για μία ομάδα αυτοχρηματοδοτούμενη σε ένα περιβάλλον που έχει γίνει πολύ εχθρικό. Αντιμετωπίζουμε εξαντλητική φορολογία, εξαντλητικά ποσοστά στα θέατρα, καταστάσεις που σε εξουθενώνουν, ακόμα κι όταν έχεις κάποιο «βιογραφικό» – πόσο μάλλον για κάποιο νέο παιδί που ξεκινά τώρα.

Υπάρχει και η απίστευτη «υπερπροσφορά» στο θέατρο…
Είναι άπειρες οι παραστάσεις πλέον. Ανεβαίνουν για δέκα ημέρες και κατεβαίνουν χωρίς να έχει προλάβει κανείς να τις δει. Κάποιες παραστάσεις μάλιστα «συντελούνται» μόνο στο διαδίκτυο. Κυκλοφορούν στο facebook, καταγράφουν, δηλαδή, την ύπαρξή τους στον διαδικτυακό κόσμο, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχουν «συντελεστεί» ποτέ γιατί η παράσταση «συντελείται» μόνο στο θέατρο. Μπροστά από πραγματικούς θεατές. Έχει «χώρο», «χρόνο» και «δράση».

Πού αποδίδετε την ύπαρξη τόσων πολλών παραστάσεων σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης;
Η κρίση γεννά την επιθυμία έκφρασης και συναντήσεων των ανθρώπων. Το θέατρο, ξέρετε, συνήθως δεν έχει οικονομική αφετηρία αλλά ψυχική διαθεσιμότητα που οδηγεί τους ανθρώπους να φτιάξουν ομάδες και να επικοινωνήσουν είτε μεταξύ τους, είτε με ένα ευρύτερο κοινό. Έτσι βλέπουμε να σχηματίζονται πολύ εύκολα ομάδες, που όμως το ίδιο εύκολα διαλύονται. Κάνουν θέατρο με ελάχιστα μέσα, κυρίως με εθελοντισμό, ακόμα και με… ρακοσυλλεκτική για τα κοστούμια και τα σκηνικά…

Είστε από τους δημιουργούς που φαντάζομαι ότι δεν χρειάστηκε να νιώσουν αυτή την αγωνία, καθώς από την αρχή αναγνωρίστηκε η δουλειά σας – κερδίσατε μάλιστα και το βραβείο Κουν στην πρώτη σας παράσταση.
Η αλήθεια είναι ότι το θέατρο μου φέρθηκε πολύ πιο στοργικά από τα εικαστικά. Η δουλειά μου βρήκε να ακουμπήσει σε ένα πεδίο, ένα μαλακό και φιλόξενο μαξιλάρι. Δυσκολίες όμως υπήρχαν και υπάρχουν πολλές. Η ομάδα Bijou de Kant είναι αυτοχρηματοδοτούμενη, χωρίς επιχορηγήσεις – η ύπαρξή μας εξαρτάται μόνο από το εισιτήριο. Γι αυτό και βλέπετε ότι ανεβάζουμε πολλές παραστάσεις μέσα σε μία σεζόν, κάτι που είναι εξουθενωτικό.

Οι παραστάσεις όμως δεν ανεβαίνουν για μεγάλα διαστήματα, αν και συνήθως είναι sold out. Πιστεύετε ότι δεν υπάρχει εκείνο το μέγεθος κοινού που θα μπορούσε να κρατήσει μία παράστασή σας για όλη τη σεζόν;
Όχι, δοκιμάζουμε τα όρια των ποσοτικών αντοχών του θεατρόφιλου κοινού κάθε φορά.

Από την πρώτη εμφάνιση της ομάδας Bijou de Kant κανείς δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει την εξαιρετική αισθητική σας, ακούστηκε όμως στους θεατρικούς κύκλους κάποια κριτική ότι η δουλειά σας φέρει στοιχεία «θεατρικού installation» και δεν είναι «καθαρόαιμο» θέατρο.
Κάνουμε θέατρο… θέατρο. Σύγχρονο θέατρο που έχει ένα κομμάτι αναζήτησης και πειραματισμού, όχι μόνο στις θεατρικές φόρμες αλλά και στην αναζήτηση κειμένων, νέων κειμένων και αναμορφωμένων παλαιότερων. Συνεργαζόμαστε με τον Δημήτρη Δημητριάδη, τον Άκη Δήμου και την Γλυκερία Μπασδέκη που δε βγάζουν απλά από το συρτάρι τους έτοιμα έργα, αλλά τα «χτίζουν» μέσα από τη συνεργασία της κουβέντας, της πρόβας και της επαφής. Για εμένα είναι πάρα πολύ σημαντικό ο συγγραφέας να γίνεται μέρος της διαδικασίας της παράστασης και όχι να δουλεύει μόνος τους και να παραδίδει απλά ένα κείμενο. Επενδύω πάρα πολύ στο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας που ακουμπά πάνω στο σήμερα.

Αυτό το θεατρικό «σήμερα» στην Ελλάδα, τι χαρακτηριστικά έχει;
Είναι το μεγάλο ζητούμενο και η συνεχής αναζήτησή μου. Θέλω να γνωρίζω τις «εγγραφές» που μας προσδιορίζουν και μας διαμορφώνουν. Είναι σημαντικό να παρατηρούμε και να παρακολουθούμε την Πίνα Μπάους, τον Οστερμάγιερ και όλους αυτούς τους σημαντικούς καλλιτέχνες, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να γυρνάμε και προς τα μέσα, να εξερευνούμε τα υλικά από τα οποία έχει συντεθεί ο λαός μας και συνεχίζει να διαμορφώνεται με τις νέες «εγγραφές» που συντελούνται σε κάθε εποχή.

Στα «Αμάραντα» παρακολουθήσαμε κάποιες τέτοιες «εγγραφές» από τον ελληνικό εμφύλιο.
Ήταν πολύ σημαντικό για εμένα ότι σε αυτή την παράσταση έρχονταν πολλά νέα παιδιά μετά και μου έλεγαν «δεν ξέρουμε πολλά για τον εμφύλιο, αλλά νιώσαμε ότι μας ακούμπησε το θέμα»… Αυτή είναι η «εγγραφή» σε έναν λαό: να μην γνωρίζει πολλά στοιχεία αλλά να έχει χαραχθεί μέσα του η αίσθηση των γεγονότων. Εμένα άλλωστε δεν με ενδιαφέρει να κάνω θέατρο ιστορίας ή ηθογραφίας ή πολιτικής. Με ενδιαφέρει να χρησιμοποιώ μηχανισμούς για να μιλήσω για το δικό μου ζήτημα ταυτότητας, τη δική μου απελπισία και το δικό μου αδιέξοδο.

Από αυτές τις «εγγραφές», κάνετε ένα άλμα τώρα στο αγγλικό μπαρόκ και σκηνοθετείτε τη «Βασίλισσα των Ξωτικών» στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής. Η πρώτη σας όπερα;
Η πρώτη όπερα, αλλά με την εμπειρία του «Graveyard Café Band», της πρώτης δουλειάς της ομάδας Bijou de Kant, όπου είχαμε μελοποιήσει κομμάτια Ελλήνων ρομαντικών του 19ου αιώνα.

Γιατί να δει κάποιος τη «Βασίλισσα των Ξωτικών», μία μάλλον άγνωστη στην Ελλάδα όπερα;
Μα πρώτα από όλα για τη θαυμάσια μουσική της. Είναι ένα έργο του Χένρυ Πέρσελ με εξαιρετικά μουσικά επεισόδια που έρχονται να «πλουτίσουν» το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύκτας» του Σαίξπηρ. Με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο αποφασίσαμε να κρατήσουμε ατόφια και καθαρά τα μουσικά μέρη χωρίς ηλεκτρονικές παρεμβάσεις. Στην εποχή του μπαρόκ, η «Fairy Queen» αποτελούσε μία τεράστια παραγωγή με μηχανισμούς για τη δημιουργία ψευδαισθήσεων και όλη αυτή τη φαντασμαγορία που απαιτούσαν οι βασιλικές αυλές. Εμείς πήραμε αυτό το υλικό και προσπαθήσαμε να το παρουσιάσουμε από το μηδέν. Το δάσος της Αρκαδίας, όπου διαδραματίζεται η ιστορία, είναι το δικό μας ανείπωτο, ανοίκειο και αλλόκοτο δάσος.

Πώς είναι η δική σας μυθική «Αρκαδία»;
Για την παράσταση αναζητήσαμε τη βοήθεια της ελληνικής παράδοσης (κάτι που με ενδιαφέρει πάντα) από το έθιμο των Γενίτσαρων με τις Μπούλες στη Βόρεια Ελλάδα, ένα παγανιστικό έθιμο που έχει ρίζες από τη διονυσιακή λατρεία και επέζησε ανά τους αιώνες με αρκετές προσαρμογές αλλά στέρεο κεντρικό πυρήνα. Στο έθιμο αυτό που συμμετέχουν μόνο άντρες (οι μισοί ντυμένοι Γενίτσαροι και οι μισοί Μπούλες) παρακολουθούμε τους Γενίτσαρους να αποχαιρετούν τις Μπούλες πριν φύγουν για τον πόλεμο. Φορούν όλοι μάσκες και οι Μπούλες εντυπωσιακές φορεσιές με γιορντάνια και στολίδια. Με αφετηρία αυτό το υλικό, παρουσιάζουμε τη δική μας Αρκαδία.

Πρόκειται για μία ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα…
Ενός ανεκπλήρωτου έρωτα στη μυθική Αρκαδία με τη μουσική του Πέρσελ, περίτεχνη και εντυπωσιακή, αλλά και με ένα υπόστρωμα μελαγχολίας, κάτι που με γοήτευσε ιδιαίτερα. Το κεντρικό θέμα, ο έρωτας, για εμένα είναι μία πολιτική πράξη. Δεν υπάρχουν ιδεολογίες – έχουν ξοφλήσει. Υπάρχει μόνο ο έρωτας.

Ο οποίος όμως εύκολα ματαιώνεται και πονάει…
Ίσως, αλλά έχεις κάνει μία διαδρομή που σωματικά σε έχει δονήσει και έχει συνταράξει την ύπαρξή σου. Φαντάζεστε να μην υπήρχε διαθεσιμότητα να ερωτευτούμε; Πόσο αδιάφορη θα ήταν η ζωή… Για παράδειγμα στο έργο η Δάφνη, στο τέλος δεν βρίσκεται αγκαλιά του έρωτά της αλλά έχει περάσει μία θυελλώδη διαδρομή που καθιστά άνευ σημασίας το «χάπι έντ». Ο έρωτας είναι η αγριότητα της συνάντησης κάποιου με το χάος. Ο έρωτας σε πετάει σε ένα τοπίο άγνωστο, όπου εκεί ανακαλύπτεις τον εαυτό σου. Πρέπει να γίνεις παρανάλωμα πέρα από κάθε λογική για να γνωρίσεις ποιος τελικά είσαι…

Ποια είναι λοιπόν η δική σας «Βασίλισσα των Ξωτικών»;
Είναι ένα άγνωστο τοπίο, μία ατμόσφαιρα. Γοητευτική και τρομακτική μαζί. «Ποιητική» με την έννοια ότι ο θεατής δεν θα παρακολουθήσει μία αναβίωση της όπερας του μπαρόκ, αλλά θα κληθεί να εμπλακεί συναισθηματικά με τη δική μας πρόταση πάνω σε αυτό το εξαιρετικό έργο. Θα κληθεί, με άλλα λόγια, να επικοινωνήσει με τα ερεθίσματα που ελπίζουμε να του δώσουμε. Άλλωστε αυτό δεν κάνει η τέχνη; Δίνει ερεθίσματα για να ενεργοποιήσεις κάποια «τοπία» μέσα σου που ενδεχομένως να είναι αραχνιασμένα και χρειάζονται μία αφορμή για να ζωντανέψουν…

Πηγή : Topsirto