Κόρη πολιτικών, εγγονή και ανιψιά ανθρώπων του θεάτρου, η Αμαλία Αρσένη έχει πολλές αγάπες εκτός από το θέατρο. Παίζει κανονάκι, μια ανακάλυψη στο ταξίδι της καλλιτεχνικής της αυτογνωσίας, όπως λέει, μελετά διαρκώς και ανάμεσα στις πρόβες της για την παράσταση του έργου του Νόελ Κάουαρντ, Ιδιωτικές ζωές, σε σκηνοθεσία Αλέξη Ρίγλη, το πρώτο που λέει είναι η οδηγία του σκηνοθέτης της, πως οφείλουμε να αγαπάμε το μέσο θεατή.

«Ο θεατής δεν ξέρει από ποιοτικό ή εμπορικό θέατρο», εξηγεί, «ξέρει από αληθινό και ψεύτικο θέαμα. Ακόμα και όταν βλέπει τηλεόραση τις μεσημεριανές ώρες τρώγοντας το φαγητό του, έχει πλήρη επίγνωση ότι δε βλέπει Ταρκόφσκι. Ο μέσος θεατής είναι ο τέλειος θεατής γιατί έχει βρει το “μέσον”, δηλαδή την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια, διαθέτει κρίση, αλλά όχι αλαζονεία».

 

Αν ρωτούσα ποιο είναι αυτό από το οποίο οι ήρωες στις «Ιδιωτικές ζωές» προσπαθούν να ξεφύγουν;
Αυτό που πνίγει τους ήρωες στις ιδιωτικές τους ζωές είναι τα στενά πλαίσια και οι κανόνες που πρέπει να ακολουθήσουν. Συνεπώς, μιλάμε για ένα έργο που επιθυμεί να σπάσει τα στερεότυπα και τα ταμπού, γιατί όσο καλά και αν είναι τα τακτοποιημένα κουτάκια κοινωνικά, όταν κλείνουν οι πόρτες τα στενά όρια πνίγουν τους ανθρώπους που δεν βρίσκουν διέξοδο έκφρασης. Εμένα με ενδιαφέρει και μια άλλη πτυχή του έργου, η παραδοχή πως ενώ είμαστε όλοι τόσο διαφορετικοί είμαστε όλοι και τόσο ίδιοι, διεκδικούμε, δηλαδή, το ίδιο δικαίωμα στη ζωή και τον έρωτα. Και το δικό του όριο που επιχειρεί να σπάσει κάθε φορά.

Μιλώντας για τη δική σας ιδιωτική ζωή, πόσο σας επηρέασε μέχρι τώρα το δικό σας οικογενειακό περιβάλλον;
Η οικογένειά μου αγαπούσε πολύ την τέχνη, τα γράμματα και έχει μια βαθιά πίστη στην κοινωνική προσφορά. Όλες αυτές οι συνιστώσες στη δική μου περίπτωση συνέκλιναν στο θέατρο και όχι στην καθαυτή πολιτική. Επηρεάστηκα πολύ από τη θεία μου, την Κίττυ (Αρσένη), που μου έλεγε πως θα ασχοληθώ με το θέατρο, τη λογοτεχνία και το γράψιμο. Έγραφα ποίηση από μικρή και μάζευα τα παιδιά του χωριού στην Κεφαλλονιά για να κάνουμε παραστάσεις στον κήπο. Όταν η μαμά μου με ρώτησε γιατί δεν μου αρέσουν τα μαθηματικά, της απάντησα πως το μυαλό μου τραγουδάει, δε φταίω. Η φαντασία είναι το πιο καθοριστικό χαρακτηριστικό μου, κάτι που αισθανόμουν πως αν δεν αξιοποιούσα επαγγελματικά θα έπληττα θανάσιμα. Η μοναδική προϋπόθεση που μου έθεσαν οι γονείς μου ήταν να σπουδάσω και να πάρω και ένα άλλο πτυχίο εκτός από αυτό του θεάτρου. Γι’ αυτό, στα 17 μου, βρέθηκα στην Αμερική όπου σπούδασα θέατρο με έμφαση στην ιστορία του θεάτρου και μετέπειτα στο Λονδίνο στη δραματική σχολή του Lamda, όπου έκανα κλασικό θέατρο και Shakespeare. Ταυτόχρονα έκανα ένα δεύτερο πτυχίο στον κινηματογράφο, την επικοινωνία και τον πολιτισμό (film and cultural studies). Μετά, τέλειωσα και το μεταπτυχιακό της RADA σε δυο χρόνια, συνδυάζοντας τη θεωρία με τη πράξη.

 

Πείτε μου, ποια είναι η εικόνα που έχετε σαν νέα ηθοποιός από το θεατρικό τοπίο.
Είναι όλα αμφίσημα και διττά στην εποχή μας, το ίδιο συμβαίνει και στο θεατρικό τοπίο. Βλέπεις μια ποικιλία θεαμάτων, μια μεγάλη προσφορά και μια άκρως ικανοποιητική ζήτηση από το κοινό, κάτι αξιοσημείωτο. Υπάρχουν πολλές επιλογές, αλλά ο κορεσμός επιφέρει και μια έκπτωση στην ποιότητα των θεαμάτων και κυρίως στη φύση των συνεργασιών και οι λόγοι είναι προφανώς οικονομικοί, είναι όμως και ηθικοί και κοινωνικοπολιτικοί. Αυτό επηρεάζει και την ταυτότητα του θεάματος που θέλουμε να προσφέρουμε, την απόφαση για το θέατρο που θέλουμε να κάνουμε και τον τρόπο ακόμα με τον οποίο  θα συνεργαστούμε ώστε να διευρύνουμε τις επιλογές μας και να αναβαθμίσουμε το τελικό αποτέλεσμα. Με μια φράση, νομίζω λείπει η ακλόνητη πίστη και το ανεπηρέαστο όραμα. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως το θεατρικό τοπίο έχει μπροστά του ανοιχτό ορίζοντα γιατί υπάρχουν μονάδες και ομάδες με όρεξη να πειραματιστούν και να προσφέρουν, να δημιουργήσουν μια νέα συλλογική συνείδηση, να αλλάξουν τη θεατρική παιδεία και το θέατρο τελικά.

 

Έχετε μεγάλο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, την ιστορία και την πολιτική, τη δια βίου μάθηση. Μιλήστε μου γι’ αυτό.
Η παιδεία για μένα είναι η αρχή και το τέλος, η μόρφωση είναι μια διαρκής αναρώτηση, γεννά την έντονη περιέργεια να βουτήξει κανείς στην ίδια τη ζωή με τα μούτρα και να διευρύνει διαρκώς τους ορίζοντές του, να θέτει ανεξάντλητα ερωτήματα και να δίνει και κάποιες απαντήσεις – αν βέβαια αυτές προκύψουν, δεν είναι καθόλου απαραίτητο. Σαν ηθοποιός, κάθε φορά δανείζω τη φυσική και πνευματική μου υπόσταση για να καθρεφτίσει τι είμαστε και τι θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Αυτή είναι η μια πλευρά. Δεν μπορείς να μένεις στο μικρόκοσμο του θεάματος και να χάνεις τον πραγματικό κόσμο έξω από αυτό. Οπότε ως ηθοποιός, περισσότερο απ’ όσο ένας απλός ενεργός πολίτης, έχω τουλάχιστον την υποχρέωση να ενημερώνομαι και να μορφώνομαι διαρκώς, το ονομάζω χρέος μου. Αυτό ακριβώς δημιουργεί το διαρκές μου ενδιαφέρον για την ιστορία, τη λογοτεχνία και τη πολιτική. Γιατί οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές επηρεάζουν το ίδιο το υλικό της δουλειάς μας, δηλαδή τους ανθρώπους. Αισθάνομαι πως αν κάποιος γνωρίζει ιστορία, για παράδειγμα, είναι θωρακισμένος τόσο καλά, που γίνεται και πιο μετριόφρων, πιο ταπεινός, αποζητά την πολιτική συμμετοχή που είναι σε ευθεία συνάρτηση με την ικανότητα της αμφισβήτησης, καθώς έτσι προκαλείται ο διάλογος. Η σκηνική πρακτική αντίστοιχα είναι, εξ’ ορισμού, ο διάλογος μεταξύ του θεατή και του ηθοποιού που θέτει ερωτήματα. Δεν είναι πολύ ξεκάθαρος και γοητευτικός ο παραλληλισμός τέχνης και ζωής; Ειδικά σήμερα, το πάθος του ηθοποιού λειτουργεί σαν καθρέφτης για το θεατή περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική συγκυρία. Ο θεατής είναι πιο ανοιχτός, πιο ευάλωτος πλέον.  Το θέατρο σού δίνει πιθανές απαντήσεις, πιθανούς ενόχους, πιθανώς καταδίδει και εσένα τον ίδιο στεγνά.

 

Έχετε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, πώς αποφασίσατε να μάθετε κανονάκι;
Όταν ξεκίνησα, δεν μπορούσα να φανταστώ τον πνευματικό ορίζοντα που άνοιγε μπροστά μου. Όταν παίζεις  κανονάκι έχεις να κάνεις αναγκαστικά μία πολύωρη μελέτη, δηλαδή ένα καλό, δίωρο ζέσταμα, στο οποίο πρέπει να περάσεις από 77 χορδές επί τρεις φορές την καθεμία. Με τον καιρό έπαψα να δυσανασχετώ και να αφήνομαι στο παρόν. Ο Μανώλης Καρπάθιος, ο δάσκαλός μου, το έχει θέσει πολύ ωραία: «είναι το όργανο που συγχρωτίζεται απόλυτα με  τις χορδές της  ψυχής, γι’ αυτό είναι και το καταλληλότερο για την ισορροπία του εσωτερικού μας κόσμου». Η διαδικασία μοιάζει με τις πρόβες του θεάτρου. Πορεύεσαι με μικρά βηματάκια για να μπορέσεις να πετύχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν μπορείς να παίξεις ένα μουσικό κομμάτι αν δεν κάνεις ένα καλό ζέσταμα, όπως δεν μπορείς να είσαι καλός σε μία παράσταση εάν δεν δουλέψεις συστηματικά στις πρόβες. Χωρίς συγκέντρωση, πειθαρχία και διαρκή συνομιλία με τον εαυτό σου δεν φτάνεις στον στόχο σου. Και ποτέ δεν υπάρχει τέλος στους στόχους. Ανανεώνονται συνεχώς. Όπως εξάλλου και η πραγματικότητα. Μου άνοιξε και ένα παράθυρο στην παράδοση, που για μένα δεν μεταφράζεται σε κάτι το στατικό ή το συντηρητικό που αντιστέκεται στην εξέλιξη. Αντίθετα,  υπάρχει η ενέργεια της διαρκούς μεταβίβασης, της ανανέωσης.

Πόσο απασχολεί ένα νέο ηθοποιό η αναγνώριση, μου λέτε τι σκέφτεστε;
Η αναγνώριση ήταν κάτι που επιζητούσα, δε μπορώ να πω ψέμματα. Σταμάτησε να με απασχολεί όταν βρήκα τη δική μου απάντηση στο γιατί κάνω θέατρο. Την επιθυμώ αλλά δε με απασχολεί, ο σκοπός μου έγινε τόσο συγκεκριμένος που υπερβαίνει και τον εγωισμό μου και την ανυπομονησία μου. Αντίθετα, το θέατρο με βγάζει από το εγώ μου, με κάνει ένα με τον άλλο. Αγαπώ το θέατρο και κάνω θέατρο για να πω ιστορίες που συμβαίνουν γύρω μας, το θέατρο με βάζει στην ουσία της συμβίωσης. Εγώ είμαι ο άλλος και ο άλλος είμαι εγώ.

«Ιδιωτικές ζωές» | 13 Οκτωβρίου – 3 Δεκεμβρίου 2017 | Θέατρο Γκλόρια